Η σειρά “Mana” έκανε τα πρώτα βήματά της το 1991, με το πρώτο παιχνίδι να ονομάζεται Final Fantasy Adventure. Ναι, για όσους δεν το γνώριζαν, διαβάσατε σωστά. Αν και η ονομασία “Final Fantasy” θα μπορούσε να μπερδέψει πολλούς, καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε ότι το όνομα του τίτλου στην Ευρώπη ήταν το γνωστό Mystic Quest. Στην αρχή είχε ξεκινήσει ως ενα απλό side story του βασικού Final Fantasy, εξού και η πρώτη ονομασία. Τώρα που αυτό έχει διευκρινιστεί, η σειρά καθιέρωσε το όνομά της από το sequel, το γνωστό και αγαπημένο από πολλούς Secret of Mana. Μετά από διάφορες επιτυχίες και ατυχίες, φτάσαμε στο 2024 και την κυκλοφορία του Visions of Mana. Τελικά, ποιο από τα δύο μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τον καινούργιο τίτλο; Μια ακόμη επιτυχία ή ένα βιαστικό λάθος; Ίσως, να τείνει προς το δεύτερο.
Η ιστορία μας ξεκινάει αρκετά απότομα, βάζοντάς μας στη θέση ενός ζευγαριού που βρίσκεται σε φυγή. Χωρίς να προβώ σε spoilers, κάτι πάει στραβά, και δεν καταφέρνουν να διαφύγουν. Στη συνέχεια, ερχόμαστε για πρώτη φορά σε επαφή με τον πρωταγωνιστή μας, τον Val. Καθώς τα γεγονότα εκτυλίσσονται σταδιακά μπροστά μας, μαθαίνουμε για τον ιερό κανόνα αυτού του κόσμου, σύμφωνα με τον οποίο, μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια, ένας εκλεκτός (alm) από κάθε είδος πρέπει να δώσει τη ζωή του για να διατηρηθεί η ροή του mana. Έτσι, η ευημερία της φύσης και η ισορροπία της ζωής δεν καταστρέφονται.
Ο Val έχει προπονηθεί από μικρή ηλικία για να γίνει ο προστάτης των alms και να τους συνοδεύσει μέχρι το τέλος του ταξιδιού τους στο δέντρο του Mana. Με την παρουσία ενός προστάτη, οι alms δεν διατρέχουν κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους από κάποια απειλή, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια του κύκλου που κρατάει σε ισορροπία τον κόσμο. Αν κάποιο alm δεν καταφέρει να φτάσει στο δέντρο, το χωριό από το οποίο προέρχεται καταστρέφεται εξαιτίας αντίξοων καιρικών συνθηκών, γεγονός που ενέχει κινδύνους για όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Η ιστορία ξεκινάει με έναν μάλλον προβλέψιμο τρόπο, με τις ανατροπές να είναι φανερές από απόσταση. Όσο περισσότερα JRPGs έχει παίξει κανείς, τόσο πιο εύκολο είναι να μαντέψει την εξέλιξη της πλοκής.
Οι χαρακτήρες που συνάντησα δεν κατάφεραν να κάνουν την εμπειρία πιο διασκεδαστική. Όλοι αποφεύγουν να πάρουν αποφάσεις που θα σπάσουν τα κλασικά στερεότυπα, ενώ οι διάλογοι φαίνονται να υπάρχουν μόνο για να γεμίσουν κενά, αντί να προσφέρουν ουσιαστικό περιεχόμενο. Πλησιάζοντας προς το τέλος του παιχνιδιού γίνονται ορισμένες προσπάθειες που οδηγούν σε ένα στοιχειώδες character development, το οποίο δεν καταφέρνει να με εκπλήξει τελικά. Πρόκειται για ακόμα ένα παράδειγμα της μετριότητας που χαρακτηρίζει τον τίτλο σε πολλά επίπεδα.
Αυτό που μου άρεσε αρκετά, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα που αφορούν την αφήγηση, την πλοκή, και τους χαρακτήρες, είναι το υποδόριο θέμα στο οποίο εμπλέκονται οι πρωταγωνιστές. Αναφέρομαι, φυσικά, στον προαναφερόμενο ιερό κανόνα, που, αν και δεν ακούγεται καθόλου δελεαστικός, αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τους κατοίκους του κόσμου του Visions of Mana. Υπάρχει μια έντονη προσμονή για αυτή τη διαδικασία, και όσοι επιλέγονται το θεωρούν μεγάλη τιμή. Αυτό το ταξίδι αυτοκτονίας, που οποιοσδήποτε από εμάς θα απέφευγε, οι ντόπιοι το βλέπουν ως ηρωική πράξη. Το παιχνίδι εξερευνά την αξία της ζωής και τη δύναμη της τυφλής πίστης στην κοινότητα.Ο στόχος των παιχνιδιών Mana από την πρώτη κυκλοφορία ήταν να μοιάσουν, όσο περισσότερο γίνεται, στο The Legend of Zelda της εποχής. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, απομακρύνθηκαν, σε βαθμό που οι σειρές πλέον έχουν λίγο έως καμία σχέση μεταξύ τους. Το Visions of Mana θα το παρομοίαζα περισσότερο με τα παιχνίδια της σειράς Tales of. Το hack and slash κυριαρχεί, με εχθρούς που λειτουργούν σαν “sponges”, απαιτώντας συνεχές level grinding. Αξίζει να αναφέρω πως σε μάχες με πολλούς εχθρούς, βρέθηκα σε αρκετά χαοτικές καταστάσεις, καθώς έχανα το σημείο που χτυπούσε ο χαρακτήρας μου ή δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος με χτυπούσε και από πού.
Παρόλο που υπάρχουν ειδικές ικανότητες και κινήσεις που ξεκλειδώνουμε, ο σχεδιασμός τους είναι αρκετά ανέκφραστος. Οι περισσότερες κινήσεις μοιάζουν σαν να είναι αντιγραφή η μία της άλλης, με διαφορετικά bonus. Τουλάχιστον, υπάρχουν τα διάφορα classes, τα οποία προσθέτουν attributes και στρατηγικές επιλογές. Ακόμα κι έτσι όμως, λείπει η δυνατότητα επιστροφής πόντων από κινήσεις, για όποιον θέλει να πειραματιστεί περισσότερο.
Θετική εντύπωση μου προκάλεσαν τα boss fights. Ήταν πολυάριθμα, με αξιόλογο art direction που ταίριαζε σε κάθε περιοχή. Η ποικιλία κινήσεων τους ήταν ικανοποιητική—συγκριτικά πάντα με τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει παιχνίδι—και τα soundtracks που τα συνόδευαν ήταν κατάλληλα.
Η ομορφιά του κόσμου των Mana ήταν πάντα ένα από τα δυνατά στοιχεία του franchise. Το ίδιο ισχύει και εδώ, καθώς σίγουρα δε θα απογοητευτείτε. Η ποικιλία των περιοχών και η προσοχή στη λεπτομέρεια που έχει δοθεί σε καθεμία από αυτές είναι πραγματικά αξιοσημείωτη. Φαράγγια, λίμνες, δάση, χιονισμένα σπίτια σε βουνά, πόλεις με εντυπωσιακή αρχιτεκτονική—όλα δημιουργούν έναν κόσμο μοναδικό. Η ομορφιά είναι απερίγραπτη, και κάποιες στιγμές σε κάνει να ξεχνάς ότι πολλά από αυτά είναι απλώς μια «βιτρίνα».
Παρότι ο κόσμος είναι εντυπωσιακός, τα δεκάδες points of interest στο mini-map κατέστρεψαν οποιαδήποτε όρεξη για εξερεύνηση θα μπορούσα να έχω. Οι δημιουργοί, στην προσπάθειά τους να κάνουν το παιχνίδι όσο πιο προσβάσιμο γίνεται, δείχνουν ακριβώς το σημείο όπου βρίσκεται κάθε κρυμμένος θησαυρός. Απλά… γιατί;
Μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις μου ήταν όταν συνειδητοποίησα ότι αν και το είχα στο performance mode, αρκετά cutscenes είναι pre-rendered στα 30FPS. Τουλάχιστον, το framerate δεν έπεφτε κάτω από 50FPS και θέλω να ελπίζω ότι με ένα optimization σε μελλοντικό update θα είναι σταθερά τα 60.
Για τον τερματισμό του παιχνιδιού χρειάστηκα σχεδόν 30 ώρες, ενώ αν κάποιος θέλει να εξερευνήσει κάθε πτυχή του τίτλου, σίγουρα θα φτάσει τις 50+ ώρες. Το παιχνίδι είναι διαθέσιμο στο PS Store για PS4 και PS5, με τιμή €59.99.Συνοψίζοντας, το Visions of Mana, ως νέα προσθήκη στο franchise, είναι αρκετά μέτριο. Η ιστορία μπορεί να κερδίσει την προσοχή όσων δεν έχουν μεγάλη εμπειρία με το είδος, αλλά όσοι καταπιάνονται συχνά με JRPG’s θα έχουν δει παραλλαγές της πολλές φορές. Παρότι το παιχνίδι θίγει ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως η αξία της ζωής και η τυφλή πίστη, οι επιφανειακοί χαρακτήρες δεν αξιοποιούν αυτές τις θεματικές με ουσιαστικό τρόπο. Οι διάλογοι και οι εξελίξεις συχνά αποφεύγουν την εμβάθυνση, αφήνοντας ανεκμετάλλευτες τις ευκαιρίες για πιο δυνατές αφηγηματικές στιγμές. Το gameplay παραμένει οικείο, χωρίς να παρουσιάζει καμία αξιοσημείωτη καινοτομία, ακολουθώντας τις καθιερωμένες νόρμες ενός τυπικού hack n’ slash τίτλου. Πρόκειται για ένα ταξίδι μέσα σε έναν πανέμορφο κόσμο με μεγάλη ποικιλία τοπίων, τα οποία, όμως, χάνουν την αίσθηση της εξερεύνησης, καθώς ο παίκτης καθοδηγείται συνεχώς στο επόμενο σημείο ενδιαφέροντος.
Ευχαριστούμε τη CDMedia για την παροχή του review copy.
Τελικά, η SE αντιμετώπισε το παιχνίδι όπως αρχικά είχε ξεκινήσει ως franchise δηλαδή ως ένα spin off fanal fantasy και τίποτα περισσότερο.
Το έδωσε και εργολαβία στην “τρομερή” Net ease, η οποία με τη σειρά της το έδωσε σε ένα μικρό της indie-θυγατρικο στούντιο (το οποίο με το που έγινε release το game έκλεισε).
Όταν υποσχέθηκε πως θα δώσει προσοχή στη ποιότητα και όχι στη ποσότητα, τέτοια games δεν αποτυπώνουν τη δήλωση αυτή!
Έκανε “κρα” από χιλιόμετρα, αν έβλεπε κανείς τη πρώτη παρουσίαση tease του παιχνιδιού, πως ήθελε εύκολο χρήμα “χτυπώντας” τους fans στη νοσταλγία.
Όταν έχει φτιάξει προς το καλύτερο τον συνδυαστικό μηχανισμό action gameplay με turn based στοιχεία στο Rebirth γιατί να κάνει αναστροφή δε το καταλαβαίνω.
Γραφικά χαμηλού επιπέδου, για μένα ήταν ξεκάθαρα mobile game με επικάλυψη τύπου UE.
Ρηχό και κάτι τελείως genetic.
Το ποσό δε για ένα τέτοιο παιχνίδι ήταν ξεκάθαρα κοροϊδία και κανείς δεν πρέπει να στηρίζει τέτοια πρότζεκτ.
Βλέπω, ειδικά με τον CEO που έχει, να βαδίζει στα απόνερα και τη κατρακύλα της Ubi. (Με τέτοια releases).
Για μένα 5/10 και αυτό γιατί έχει στο τίτλο τη λέξη Mana, αλλιώς…..
Κρίμα για την ιστορία του franchise !!!