Καλό θα ήταν εξ’ αρχής να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Κόντρα σε ό,τι ίσως πιστεύουν οι περισσότεροι, ως φανατικός θεατής και αναγνώστης του σύμπαντος που εφηύρε ο J.R.R. Tolkien, πιστεύω πως υπάρχει μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία να ειπωθεί γύρω από τον Gollum – ή Smeagol εάν προτιμάτε. Ιδίως η χρονική περίοδος λίγο πριν τον πόλεμο του Δαχτυλιδιού, που τυγχάνει να είναι και το setting της ιστορίας που μας αφορά στο παρόν κείμενο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το παρηκμασμένο Χόμπιτ. Έτσι, ναι, όταν το The Lord of the Rings: Gollum ανακοινώθηκε, θεώρησα πως η Daedelic Entertainment (ένα studio πίσω από πολλά εξαιρετικά point-and-click adventures) έχει στα χέρια της μία χρυσή ευκαιρία. Τελικά όμως, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.
Το παιχνίδι μας ξεκινά το έτος 3017 της Τρίτης Εποχής, 2 χρόνια δηλαδή πριν τα γεγονότα της Επιστροφής του Βασιλιά και της οριστικής πτώσης του Sauron. Ο Gollum, φυλακισμένος από τον Aragorn, όπως άλλωστε μας διηγείται ο ίδιος ο Τόλκιν στο βιβλίο του, The Unfinished Tales, ανακρίνεται από τον Gandalf και του περιγράφει τα τελευταία 5 χρόνια της ζωής του. Έτσι, το σενάριο ουσιαστικά αποτελεί ένα τεράστιο flashback και ξεκινά με τον πρωταγωνιστή μας να έχει απαχθεί από τα Nazgul, να έχει προδώσει τον Bilbo ως νέο κάτοχο του Ενός Δαχτυλιδιού και να βρίσκεται πλέον αιχμάλωτος στα μπουντρούμια του Barad Dur. Ελπίζουμε να σας ενδιαφέρει το σκηνικό που μόλις περιγράψαμε, καθώς θα βρεθείτε έγκλειστοι στα εν λόγω μπουντρούμια στα 5 από τα 10 κεφάλαια της σχεδόν 10ωρης διάρκειας του παιχνιδιού. Η φυλακή του Gollum μετατρέπεται σε πραγματική φυλακή και για τον παίκτη, ο οποίος αναγκάζεται για πολλές ώρες να κάνει ένα σκασμό αγγαρείες, μπας και καταφέρει να προχωρήσει λίγο το σενάριο.
Καλά, το να πούμε πως το παιχνίδι έχει πραγματικό σενάριο θα ήταν κάπως υπερβολικό εξ’ αρχής. Ενδιάμεσα στις αγγαρείες του πρωταγωνιστή μας, κάπου παρουσιάζεται ο ισχυρός άνδρας των φυλακών που τον παίρνει υπό την προστασία του, κάπου πετάγεται μία δολοπλοκία που περιλαμβάνει την κόρη του και τα σκηνικά αυτά δεν οδηγούν ΠΟΥ-ΘΕ-ΝΑ. Μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας τα έχουμε αφήσει στην άκρη και κάνουμε πάλι δουλειές, στην προσπάθεια μας να δραπετεύσουμε. Στο δεύτερο μισό, το σκηνικό φαίνεται να αλλάζει, αλλά ο ουσιαστικός στόχος είναι και πάλι η απόδραση από μία ακόμη φυλακή, πασπαλισμένος με ανούσια, δήθεν cutscenes, διαλόγους που δεν οδηγούν πουθενά, με τις μοναδικές αναλαμπές να έρχονται όταν οι σεναριογράφοι θυμούνται τον κόσμο που έχουν στα χέρια τους και εισάγουν κομμάτια lore δεξιά κι αριστερά. Σίγουρα, η εξερεύνηση τοποθεσιών όπως το Barad Dur, το Mirkwood και το λημέρι της Shelob στη θεωρία παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον, αλλά η ελευθερία που μας δίνεται είναι ελάχιστη κι έτσι ακόμη και το setting πάει χαμένο στο βωμό λίγων ακόμη ανούσιων δραστηριοτήτων.
Κάπου εδώ ίσως θα θέλατε να μιλήσουμε για gameplay…Ok, αλλά με δική σας ευθύνη. Στο διά ταύτα λοιπόν, το Gollum έχει το χειρότερο gameplay που έχω βιώσει εδώ και αρκετά χρόνια. Το παιχνίδι αποτελεί ένα κράμα platforming και stealth, αφού μάχη δεν υφίσταται. Ε, δεν λειτουργεί τίποτα. Το platforming είναι όσο πιο basic θα μπορούσε, λαμβάνοντας χώρα σε αφόρητα κακοσχεδιασμένα επίπεδα, που όχι μόνο δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον παικτικά, αλλά ούτε καν στο μάτι. Εννοείται πως οι χρωματιστές πλατφόρμες δίνουν και παίρνουν, ενώ πολλές φορές ο κάκιστος χειρισμός δεν μας επιτρέπει ούτε καν τις 2-3 απλές ενέργειες που το παιχνίδι ζητά από εμάς να κάνουμε. Ο Smeagol πολλές φορές δεν υπακούει στις εντολές μας, κάνει του κεφαλιού του, δεν πιάνεται από τις πλατφόρμες που οφείλει και στις περισσότερες πλατφόρμες ένα οποιοδήποτε λάθος οδηγεί σε επανάληψη ολόκληρου του sequence, αφού όπως φαίνεται στη Μέση Γη “The floor is lava” και ο θάνατος θα έρθει ξανά και ξανά, χωρίς καλά-καλά να αντιληφθείτε τι κάνατε λάθος.
Το κεφάλαιο stealth είναι μία ακόμη πονεμένη ιστορία, από τις πολλές που έχει να μας προσφέρει ο εν λόγω τίτλος. Ας πούμε οτι παίρνουμε μία περίπτωση που το stealth “λειτουργεί”. Όταν ο Gollum βρεθεί σε ένα δωμάτιο με 6-7 εχθρούς, το να κρυφτεί μέσα σε χαμηλούς θάμνους ή κάτω από τραπέζια είναι η μόνη λύση. Οι εχθροί είτε κάνουν ορισμένες περιπολίες, είτε στέκονται ακίνητοι και γυρνάνε γύρω από τον εαυτό τους σαν ποτιστικά μπεκ. Η τεχνητή νοημοσύνη τους, είτε είναι ξωτικά, είτε ορκς περιορίζεται στο να αναγνωρίζει τον Gollum όταν περνά μπροστά τους, αλλά να τον χάνουν με το που μπει σε θάμνο ή ανέβει σε κάποια πλατφόρμα. Μάλιστα, τα αναρίθμητα bugs του παιχνιδιού τους κάνουν να κολλάνε πίσω από πόρτες, κοιτώντας όμως προς το μέρος του παίκτη, αναγκάζοντας μας να κάνουμε reload το τελευταίο (ή και παλαιότερο) checkpoint, αφού η πρόοδος καθίσταται ανέφικτη. Μπορείτε βέβαια να τρέξετε ανάμεσα τους, εάν γνωρίζετε που να πάτε και στο 90% των περιπτώσεων δεν θα σας ενοχλήσει κανείς. Α, ο Smeagol μπορεί να σκοτώσει κάποιους εχθρούς πισώπλατα, εάν αυτοί δεν φορούν κράνος. Σε 9 περίπου ώρες, το εν λόγω feature μας βοήθησε 3-4 φορές. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Σε έναν ιδανικό κόσμο που όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα δεν ισχύουν και το παιχνίδι μας είναι ένα υπόδειγμα gameplay συστημάτων, ένα βασικό μας παράπονο δεν εξηγείται κάπως. Τα πάντα κινούνται με ρυθμούς χελώνας, που έχει εισπνεύσει κάποιου είδους ψυχοτροπική ουσία που αναστέλλει τις λειτουργίες του εγκεφάλου της. Δεν νοείται εν έτει 2023 να έχουμε quests που μας αναγκάζουν να περιμένουμε για αρκετά λεπτά να συμβούν πράγματα που δεν ελέγχουμε. Μεταξύ αυτών συναντούμε βαρετούς διαλόγους μεταξύ τρίτων χαρακτήρων, την αναμονή να μας ανοίξουν κάποια πόρτα ή να φτάσει κάπου μία πλατφόρμα που μας μεταφέρει. Μάλιστα, σε κάποιο σημείο του παιχνιδιού αναλαμβάνουμε να “οδηγήσουμε” έναν μαθητευόμενο του Gollum (ο Θεός και η ψυχή τους) μέσα από ορισμένα puzzles, που περιλαμβάνουν λόγου χάριν το τράβηγμα κάποιων μοχλών. Ε, δεν φαντάζεστε πόσο αφόρητα αργά γίνεται η όλη διαδικασία. Ο τίτλος δεν προσφέρει ειλικρινά το παραμικρό ψήγμα διασκέδασης και πραγματικά μας κάνει να αναρωτιόμαστε σε ποιο ακριβώς κοινό απευθύνεται ένα τέτοιο παιχνίδι, ερχόμενο μάλιστα από ένα πολύ αξιόλογο, αν και σε άλλο genre, studio. Εν τω μεταξύ, ένα game-breaking bug μισή ώρα πριν τον τερματισμό, δεν μας άφησε καν να δούμε credits. Σκέτο μαρτύριο!
Κάτι ακόμα στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι πως το παιχνίδι θεωρεί εξ’ αρχής δεδομένο οτι οι πάντες γνωρίζουν ποιος είναι ο Smeagol, ποιος ο Gollum και τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του. Δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να μας εξηγήσει τον διαχωρισμό και ως αποτέλεσμα, κάποιος εν δυνάμει άσχετος με το franchise δεν θα έχει ιδέα γιατί ένα πλάσμα μιλάει με 2 διαφορετικές φωνές καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Υπάρχει μάλιστα ένας μηχανισμός που ουσιαστικά ο παίκτης επιλέγει εάν θα δράσει με πραότητα ως Smeagol ή ύπουλα και με βιαιότητα όπως ο Gollum. Έτσι, πρέπει να διαλέξει επιχειρήματα υπέρ της πλευράς που προτιμά και να πείσει την άλλη προσωπικότητα για το ορθό της επιλογής του. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον, αλλά η υλοποίηση του είναι πραγματικά αστεία. Πέραν του οτι το όλο πράγμα λειτουργεί εντελώς επιφανειακά, πολλές φορές είτε οι επιλογές δεν κάνουν ξεκάθαρο το ποια πλευρά επιλέγουμε, ενώ μάλιστα βρεθήκαμε σε σκηνικό που ενώ επιλέξαμε κάτι και κερδίσαμε το επιχείρημα, το παιχνίδι μας οδήγησε εν τέλει στην άλλη πλευρά. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει στο παιχνίδι, αυτό σίγουρα πιστώνεται στους developers.
Εν προκειμένω, μία εικόνα, χίλιες λέξεις, αλλά ας προσπαθήσουμε να ρίξουμε μία ματιά στα τεχνικά της υπόθεσης. Το Gollum όχι μόνο δεν θυμίζει παιχνίδι τρέχουσας γενιάς, αλλά μας στέλνει πολλές γενιές πίσω και πιο συγκεκριμένα σε αυτή του PS2. Τα περιβάλλοντα είναι άσχημα, τα textures είναι ξεκάθαρα χαμηλής ανάλυσης και τα μοντέλα των χαρακτήρων πραγματικά προκαλούν γέλιο σε οποιονδήποτε δεν έχει 20 χρόνια να πιάσει χειριστήριο. Ο πρωταγωνιστής μας οκ, παλεύεται, αλλά οι διάφοροι NPCs είναι σαν ένα χρωματιστό κομμάτι χαρτόνι και φυσικά είναι όλοι ίδιοι μεταξύ τους. Τα animations απουσιάζουν πλήρως, με highlight τη “φάπα” που ρίχνουν οι εχθροί στον Gollum όταν τον ανακαλύψουν. Ευτυχώς, η απόδοση είναι καλή, με σταθερό και υψηλό framerate, αν και αυτό έλειπε με αυτό το επίπεδο των γραφικών. Στα του ήχου, η μουσική δεν έχει τίποτα να μας πει, ενώ το voice-acting του Gollum είναι αρκετά πειστικό, μιμούμενο την τεχνική του Andy Serkis, χωρίς φυσικά να αγγίζει αυτά τα επίπεδα. Οι “ερμηνείες” των υπόλοιπων χαρακτήρων δεν χρειάζεται να χαρακτηριστούν.
Όπως καταλαβαίνετε από όλα τα παραπάνω, το The Lord of the Rings: Gollum δεν μπορεί να προταθεί σε κανέναν, ούτε καν στους πιο σκληροπυρηνικούς οπαδούς της δουλειάς του Tolkien, ανεξαρτήτως μέσου. Το παιχνίδι διηγείται μία αφόρητα ανούσια ιστορία, οι gameplay μηχανισμοί έχουν ξεπηδήσει από τους βαθύτερους εφιάλτες μας και τα γραφικά δεν μπορούν να ανταγωνιστούν καν αυτά των πρώιμων τίτλων του PlayStation 3. Τα bugs, τα glitches και ένας συνολικά απάλευτος χειρισμός έρχονται να συμπληρώσουν ένα πακέτο που εγγυάται να φάει όχι μόνο ώρες από τη ζωή σας, αλλά και την ίδια την όρεξη σας για ζωή. Αποφύγετέ το, πάση θυσία.
Κρίμα που μια εταιρεία όπως η Daedalic entertainment που το όνομά της σχετίστηκε με όμορφα, χιουμοριστικά point and click παχνίδια να συνδεθεί με μια αποτυχία όπως το Gollum. Λίγο walkthrough είδα στο you tube και βαρέθηκα.