To The Invincible αποτελεί μια νουβέλα του Stanislaw Lem, του πρωτοπόρου συγγραφέα sci-fi των 60s, όπου εισήγαγε πολλούς όρους και concepts που βλέπουμε στο sci-fi του σήμερα. Η Starward Industries με publisher την 11 Bit Studios , επιχειρούν να μεταφέρουν τη νουβέλα στο μέσο των βιντεοπαιχνιδιών και ομολογώ πως καταφέρνουν μια τίμια και αξιοπρόσεχτη δουλειά.
Το The Invincible μας τοποθετεί στο ρόλο της Yasna, μιας βιολόγου του Commonwealth , η οποία μαζί με την ομάδα της προσγειώνονται στον πλανήτη Regis III, όπου παρατηρείται το περίεργο φαινόμενο πως ενώ υπάρχουν οι συνθήκες για δημιουργία ζωής, ο πλανήτης είναι ερημικός και ότι ζωή υπάρχει περιορίζεται μέσα στο νερό. Εκεί η ιστορία μας θα μας φέρει αντιμέτωπους με το μεγάλο μυστήριο του πλανήτη και τον κίνδυνο για εμάς και την ομάδα μας που ελλοχεύει. Η αφήγηση μας, αν και χρησιμοποιεί το πολυπαιγμένο “εργαλείο” της αμνησίας, εξελίσσεται δυναμικά και ξεδιπλώνεται με καλό ρυθμό, κρατώντας υψηλά την ένταση και το μυστήριο που μας περιβάλλει. Δεν χρειάζεται να πω κάτι άλλο για την ιστορία, προφανώς προς αποφυγή οποιουδήποτε spoiler, αλλά το όλο μυστήριο, η ένταση, η εξερεύνηση του αγνώστου μου άρεσε πάρα πολύ και με κράτησε κολλημένο στην οθόνη με την περιέργεια μου να με τσιγκλάει. Ίσως , προς το τέλος, μετά την αποκάλυψη του κυρίως κινδύνου να πέφτει κάπως η ένταση και το μυστήριο, αλλά η ιστορία σε κρατά ακόμα δυνατά και το τέλος έρχεται πριν προλάβει να ξεχειλώσει ή βαρεθεί ο παίκτης. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα πολλαπλά τέλη, τα οποία όχι μόνο βασίζονται σε αποφάσεις λίγο πριν τον τερματισμό, αλλά και σε πράξεις σας στην αρχή του παιχνιδιού.
Η γοητεία πάντως του The Invincible βρίσκεται στον τεχνικό του τομέα και κυρίως στο art direction. Εμπνευσμένο από τα 60s για να συμβαδίζει με τη νουβέλα, προσφέρει μια απλοϊκή ομορφιά και γοητεία στον παίκτη με την φουτουριστική-αναλογική αισθητική του. Ενώ έχουμε διαπλανητικό ταξίδι, τα πάντα είναι αναλογικά χωρίς οθόνες, με τα εργαλεία μας να περιορίζονται σε απλά ραντάρ, φωτάκια ενδείξεων, κουκίδες, κουμπιά, μοχλούς και ραδιοπομπούς για επικοινωνία και τα σκάφη να είναι καμπυλωτοί πύραυλοι, ιπτάμενοι δίσκοι και ρομπότ βγαλμένα από ζωγραφιές παιδιών. Αυτό, σε συνδυασμό με τα ποιοτικά γραφικά και κυρίως τα πανέμορφα τοπία, του κατά τ ‘άλλα ερημικού πλανήτη, προσφέρουν στον παίκτη μια πρωτότυπη και όμορφη εμπειρία που τον ρουφάει στην οθόνη. Τα περιβάλλοντα έχουν περισσότερο χρώμα απότι θα περίμενε κανείς μέσα στην ερημιά, με κοιλάδες, ουράνια σώματα και απόκοσμα τοπία να “ζωγραφίζουν” πραγματικά στην οθόνη μας, με την OLED να μαγνητίζει το βλέμμα και κάθε τοπίο να είναι υποψήφιο wallpaper. Παρέα με ένα καλό photo mode, που σας δίνει και οπτική τρίτου προσώπου, οι φωτογραφίες που θα βγάλετε θα είναι σίγουρα πολλές. Την απόκοσμη γοητεία συμπληρώνει το μουσικό χαλί με τις αστρικές του νότες να συνοδεύουν ιδανικά τις ήρεμες και μη στιγμές του χαρακτήρα μας και φυσικά τα πολύ καλά voice overs που ευτυχώς κρατάνε την ποιότητα και την όλη εμπειρία ψηλά.
Στα του gameplay τα πράγματα είναι αρκετά περιορισμένα και είναι και ο μόνος τομέας θεωρώ που πολλοί παίκτες θα έχουν παράπονα. Το παιχνίδι είναι ξεκάθαρα μια αφηγηματική εμπειρία στα πρότυπα του Dear Esther, What Remains of Edith Finch, SOMA, Firewatch και πολλών άλλων εξαιρετικών παραδειγμάτων του είδους. Αυτό συνήθως σημαίνει, όπως και εδώ, πως ο παίκτης περιορίζεται στο να περπατά και να μιλά, να παρατηρεί και με ελάχιστη αλληλεπίδραση να προχωρά την γραμμική ιστορία μας. Προσωπικά, δεν είχα πρόβλημα με το περιορισμένο gameplay καθώς το είδος μου έχει δώσει ορισμένες εξαιρετικές εμπειρίες, αλλά κρίνω πως με τέτοιο περιβάλλον, μυστήριο και σενάριο , σίγουρα χωρούσαν μερικοί γρίφοι και μερικά set pieces παρατήρησης και συνδυασμού ώστε ο παίκτης να μπει πιο πολύ στο πετσί της βιολόγου και του όλου κινδύνου γενικότερα. Στο The Vanishing of Ethan Carter προς παράδειγμα, χρησιμοποιούμε τις ικανότητες μας ως detective για να λύσουμε μυστήρια και να προχωρήσουμε, κάτι τέτοιο θα ήθελα και εδώ. Αλλιώς το παιχνίδι είναι γραμμικό, έως και σε πιο σημείο θα ανεβείτε/κατεβείτε ένα βράχο, βέβαια υπάρχουν ελάχιστες περιοχές που θα μπορείτε να περιηγηθείτε παραπάνω, αλλά ίσα ίσα για να έχετε την ψευδαίσθηση της επιλογής και εξερεύνησης.
Στις 6 ώρες που χρειάστηκα για το πρώτο μου playthrough δε συνάντησα το παραμικρό bug ή κόλλημα και τεχνικά το παιχνίδι τα πάει πολύ καλά, εξαιρουμένου του στιγμιαίου “λόξιγκα” όταν κάνει quick save. Μάλιστα, κάθε φορά που θα κάνετε Load το παιχνίδι σας, σας εξιστορεί με τη μορφή νουβέλας το τι έχει συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή στο παιχνίδι σας.
Κλείνοντας, το The Invincible είναι μια αξιόλογη προσπάθεια στο χώρο των αφηγηματικών παιχνιδιών και ξεχωρίζει με τη analog futuristic αισθητική των 60s sci-fi, τα πανέμορφα περιβάλλοντα του και την σαγηνευτική του ατμόσφαιρα. Οι περιορισμοί του στο gameplay είναι μεν χαρακτηριστικό του είδους, αλλά εδώ το κρατάνε απαγκιστρωμένο στο παρελθόν, ενώ θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι καλύτερο και μεγαλύτερο, ενώ και το σενάριο ξεφουσκώνει προς το τέλος. Όσοι όμως αρέσκεστε στο είδος, μην το προσπεράσετε.
Ευχαριστούμε την 11 Bit Studios για την παραχώρηση του review code