Ενθυμούμενοι την περσινή μας εμπειρία με το Little Hope, οι προσδοκίες για το φετινό House of Ashes ήταν αυξημένες. Αναμφίβολα, το Dark Pictures Anthology χωλαίνει, προσπαθώντας να φτάσει στο επίπεδο του Until Dawn, με τη Supermassive Games να επωμίζεται την ευθύνη να αποδείξει πως η ανθολογία της δεν αποτελεί ένα απλό side project έως ότου επιστρέψει στη δημιουργία μεγάλων ΑΑΑ εμπειριών. Το τρίτο παιχνίδι της σειράς είναι εδώ και ήρθε η ώρα να μιλήσουμε εκτενώς για το House of Ashes, την προτελευταία προσθήκη της πρώτης σεζόν των Dark Pictures.
Βρισκόμαστε στο 2003, στο επίκεντρο των πολεμικών συρράξεων μεταξύ Αμερικανών και Ιρακινών, με τις αναμνήσεις του χτυπήματος στους Δίδυμους Πύργους να είναι ακόμη νωπές. Έτσι, μία ομάδα Αμερικανών πεζοναυτών καταφτάνει στο Ιράκ και επιδιώκει να ανακαλύψει μία αποθήκη που περιλαμβάνει όπλα μαζικής καταστροφής. Στην απέναντι πλευρά, ο Salim, ένα μέλος του στρατού του Saddam Hussein, που πολεμά για τα ιδανικά, αλλά και για τον μονάκριβο γιο του, κατ’ εντολή του ανωτέρου του, επιτίθεται στην ομάδα των πεζοναυτών, ανακόπτοντας τα σχέδια τους. Η σύρραξη προκαλεί το άνοιγμα της Γης κάτω από τα πόδια τους και οι 2 αντίπαλες παρατάξεις βρίσκονται εγκλωβισμένες σε έναν αρχαίο ναό της Ακκαδικής Αυτοκρατορίας. Στα δαιδαλώδη μονοπάτια της πάλαι ποτέ κραταιής πόλης της Μεσοποταμίας παραμονεύουν τερατώδεις οντότητες, που θα δοκιμάσουν το ένστικτο επιβίωσης των πέντε χαρακτήρων που ελέγχει ο παίκτης.
Καμία ιδιαίτερη πρωτοτυπία δεν διέπει το σενάριο, με τις εξηγήσεις που μας δίνονται στο τέλος να μας θυμίζουν αρκετά πράγματα που έχουμε βιώσει ξανά σε gaming και κινηματογράφο, με το όλο concept να φέρνει αμέσως στο νου μας το εξαιρετικό The Descent του 2005. Παραδόξως όμως, από την αρχή έως και το τέλος της ιστορίας έχουμε ένα αρκετά σφιχτοδεμένο αποτέλεσμα και παρά την έλλειψη εκπλήξεων, συγγραφικά παρατηρείται επαρκής -όχι όμως κάτι παραπάνω από αυτό- βελτίωση. Τουλάχιστον, το σενάριο έχει πρόλογο, κυρίως κορμό και επίλογο, με σωστό ρυθμό αφήγησης, αφού παίρνει το χρόνο του στην αρχή και ανεβάζει αρκετά στροφές στη συνέχεια. Μάλιστα, εν αντιθέσει με το Little Hope, ο παίκτης έχει ξεκάθαρο έλεγχο της κατάστασης και του ποιος θα μείνει ζωντανός στο τέλος, κάτι που στα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με διάφορες παράταιρες παραμέτρους. Η ανάπτυξη των χαρακτήρων μπορεί να μην αγγίζει κορυφαία επίπεδα, όμως σίγουρα παρουσιάζεται βελτιωμένη και θα βρείτε έναν ή δύο αγαπημένους, τους οποίους θα προσπαθήσετε λίγο παραπάνω να κρατήσετε στη ζωή. Κάποια sub-plots μένουν κάπως ανολοκλήρωτα, αλλά συνολικά δεν έχουμε μεγάλα παράπονα από την πένα της Supermassive.
Αξίζει να αναφερθεί η διαφοροποίηση ύφους που φέρει η τρίτη προσθήκη της σειράς σε σχέση με τις προηγούμενες. Παρά το πανομοιότυπο, σταδιακό χτίσιμο της ατμόσφαιρας, το House of Ashes αφήνει στην άκρη τον παραδοσιακό τρόμο που συναντήσαμε στο Little Hope και αντ’ αυτού επικεντρώνεται στη δημιουργία σασπένς. Ναι μεν τα καταφέρνει, όμως το κάνει σε τέτοιο βαθμό που πολλές φορές ο παίκτης ξεχνά πως ασχολείται με έναν τίτλο που κουβαλά την ταμπέλα του horror. Για κάποιους, πρόκειται για μία κίνηση που κάνει το παιχνίδι πιο προσβάσιμο, κατά την άποψη του γράφοντος όμως η έλλειψη του τρόμου είναι πασιφανής και μεταφράζεται ως μειονέκτημα για την εμπειρία. Στα προαναφερθέντα δεν συμβάλει καθόλου και ο σχεδιασμός των εχθρών, με τα τέρατα να είναι αδιανόητα generic και να μην εμπνέουν σε κανένα σημείο το φόβο. Από την άλλη, οι πολύ βελτιωμένες, αγωνιώδεις σεκάνς δράσεις χτίζουν όντως εξαιρετικά το απαιτούμενο σασπένς, με τα QTEs του τίτλου να συνεισφέρουν τα μέγιστα, αφού αφήνουν ελάχιστο περιθώριο λάθους στον παίκτη, με μία λανθασμένη κίνηση να μπορεί να σταθεί αρκετή για μία πρόωρη απώλεια χαρακτήρα.
Πέραν των QTEs, το gameplay του παιχνιδιού κινείται σε γνώριμα μονοπάτια. Συγκεκριμένα, όταν τα Quick-Time-Events απουσιάζουν, ουσιαστικά έχουμε στα χέρια μας μία διαδραστική ταινία, με ελάχιστους μηχανισμούς. Ο παίκτης συμμετέχει στους διαλόγους και λαμβάνει αποφάσεις που θα κρίνουν την εξέλιξη της ιστορίας, άλλοτε ουσιαστικά και άλλοτε δίνοντας απλώς μία προσωπική πινελιά στα τεκταινόμενα. Συνολικά, το “φαινόμενο της πεταλούδας” κάνει τη δυνατότερη εμφάνισή του από τον καιρό του Until Dawn. Το υπόλοιπο gameplay περιλαμβάνει την περιήγηση σε σκοτεινές αίθουσες, αναζητώντας αντικείμενα και συλλέγοντας collectibles, που δίνουν αρκετές πληροφορίες για το lore του τίτλου, έως ότου ο παίκτης φτάσει στο επόμενο σημείο που θα προχωρήσει η ιστορία. Γενικότερα, παρότι είναι πασιφανές πως η Supermassive δεν σκοπεύει να κάνει το κάτι παραπάνω gameplay-wise, ο χειρισμός των χαρακτήρων συνεχίζει να φαντάζει άτσαλος και λογικές 20ετίας, όπως η παρουσία αόρατων τοίχων, παραμένουν και δεν τιμούν το όλο εγχείρημα.
Για ακόμη μία φορά, το καθοριστικό highlight και βασικό selling point ενός ακόμη τίτλου των Dark Pictures είναι η υλοποίηση του co-op. Οι 2 υπάρχουσες επιλογές είναι το shared story και το movie night, που αφορούν το online και το couch co-op αντίστοιχα. Στην πρώτη περίπτωση, οι παίκτες επιλέγουν τους χαρακτήρες τους και παίζουν διαφορετικά κομμάτια της ιστορίας, ή ακόμη και ίδια από διαφορετική οπτική, ενώνοντας τα κομμάτια του σεναρίου έως το τέλος του. Στο movie night έχουμε το κλασσικό πασάρισμα του χειριστηρίου ανάμεσα σε 2-5 άτομα, με τον καθένα να χειρίζεται φυσικά διαφορετικό playable χαρακτήρα. Όποια και από τις 2 επιλογές εάν επιλέξετε, το μόνο βέβαιο είναι πως τα συγκεκριμένα παιχνίδια μοιάζουν να έχουν δημιουργηθεί έχοντας ως βασικό γνώμονα το co-op και ομολογουμένως είναι ο καλύτερος τρόπος να βιώσετε και το House of Ashes.
Εάν ανησυχείτε για κάποιον αδύναμο κρίκο στην ομάδα σας, καλό είναι να γνωρίζετε πως η επιλογή σκηνής σας επιτρέπει να παίξετε ξανά κάποιο σημείο και να αλλάξετε την έκβαση κάποιας καθοριστικής απόφασης. Θα θέλαμε βέβαια πιο λεπτομερή διαχωρισμό των σκηνών, αφού κάποιες από αυτές παραμένουν μακροσκελείς και χρονοβόρες, έτσι εάν κάποιος κυνηγά κάποιο collectible ή θέλει να κάνει μία διαφορετική επιλογή, θα χρειαστεί να σπαταλήσει αρκετό χρόνο σε κάτι που έχει ξαναδεί. Προσθέστε σε αυτό τους unskippable -προφανώς- διαλόγους και το replayability του τίτλου πλήττεται αρκετά. Κατά τ’ άλλα, το House of Ashes κάνει ό,τι μπορεί για να ενθαρρύνει τα πολλαπλά playthroughs, με την 6ωρη διάρκεια του να κρίνεται ιδανική για 2 ή και 3 επισκέψεις στον κόσμο του. Φυσικά, το μόνο που αλλάζει στο φινάλε είναι ο αριθμός των επιζόντων, όμως οι πιθανοί τρόποι για να φτάσετε έως εκεί είναι δεκάδες και φέρουν σημαντικές διαφορές.
Σε τεχνικό επίπεδο, ο τίτλος μοιάζει να έχει διχασμένη προσωπικότητα. Φυσικά και το παιχνίδι είναι πανέμορφο, με εξαιρετικές φωτοσκιάσεις, λεπτομερή μοντέλα χαρακτήρων και καλοσχεδιασμένα επίπεδα. Quality και Performance mode, με native 4K/30 και dynamic 4Κ/60 είναι εξίσου ικανοποιητικά και μπορείτε να επιλέξετε βάσει γούστου. Από την άλλη, ο τεχνικός του τομέας απέχει αρκετά από τα standards κορυφαίων ΑΑΑ παιχνιδιών, αφού παρατηρείται έντονο pop in κατά τη φόρτωση των επιπέδων, στις εκφράσεις των πρωταγωνιστών πολλές φορές κάνει αισθητή την παρουσία του το φαινόμενο uncanny valley, το οποίο έρχεται να “σπάσει” το ποιοτικό motion capture, ενώ και το μοντάζ στις αλλαγές σκηνής είναι προβληματικό. Στα του ήχου, η ατμόσφαιρα που καταφέρνουν να χτίσουν τα ηχητικά εφέ του τίτλου είναι εξαιρετική, ενώ το soundtrack είναι μαζεμένο μεν, αρμοστό δε. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών μας αφήνουν με ανάμεικτα συναισθήματα, αφού είναι αρκετά ασυνεχείς, κάτι που μάλλον οφείλεται στη διαφορετική τροπή που μπορούν να έχουν οι διάλογοι. Παρότι στη βάση τους είναι όλες πειστικότατες, υπάρχουν στιγμές που φαίνονται να έχουν ηχογραφηθεί χωρίς ο ηθοποιός να γνωρίζει το context υπό το οποίο εμφανίζεται. Αναμφίβολα, θα μπορούσε να έχει δοθεί περισσότερη βάση σε αυτό το κομμάτι και να έχουμε ένα άψογο τελικό αποτέλεσμα.
Παρότι θα το θέλαμε, δεν μπορούμε να πούμε πως η ανθολογία τρόμου της Supermassive Games κάνει ιδιαίτερα βήματα μπροστά. Παρότι το House of Ashes παρουσιάζεται βελτιωμένο σε κάποιους τομείς, συγκριτικά πάντα με τους προκατόχους του, ταυτόχρονα μοιάζει να χωλαίνει σε άλλους. Το κυριότερο παράπονο που μπορεί να έχει κάποιος από τον τίτλο είναι η παντελής έλλειψη τρόμου, καθώς και η πλήρης στασιμότητα στο ίδιο, μέτριο gameplay. Από την άλλη, έχει γίνει αξιοπρόσεκτη δουλειά σε συγγραφικό επίπεδο, με τον παίκτη να έχει πλέον τον πλήρη έλεγχο των όσων διαδραματίζονται στις κατακόμβες του Ιράκ. Συμπερασματικά πάντως, η σειρά μοιάζει να έχει πιάσει το ταβάνι της και το επερχόμενο The Devil in Me θα πρέπει να κάνει το κάτι παραπάνω για πείσει πλήρως.