Αδιαμφισβήτητα, η σειρά παιχνιδιών τρόμου Resident Evil έχει αφήσει το στίγμα της στην βιομηχανία, μεγαλώνοντας γενιές και γενιές, με την Capcom να κυκλοφορεί τίτλους για όλα τα γούστα, από την fixed κάμερα και τα tank controls των Resi 1-3, μέχρι και τον επαναπροσδιορισμό της σειράς κατά την άφιξη του Resident Evil 7 και την ενσωμάτωση της κάμερας πρώτου προσώπου, παρουσιάζοντας έτσι μία ατελείωτη γκάμα από διαφορετικά σημεία εισόδου. Ακολουθώντας ένα τετραετές διάλλειμα γεμάτο από συνεχόμενες remake κυκλοφορίες, βρισκόμαστε επιτέλους στο λανσάρισμα του πολλά υποσχόμενου Resident Evil Village. Καταφέρνει άραγε η Capcom, να τελειοποιήσει την φόρμουλα που εδραιώθηκε στο RE7 και να συνεχίσει ικανοποιητικά το ταξίδι επιβίωσης του Ethan Winters; Ετοιμάστε βαλίτσες με τα απαραίτητα. Το ταξίδι μας για το Village ξεκινάει τώρα!
Τρία χρόνια έπειτα από την ολοκλήρωση των εφιαλτικών γεγονότων του Resident Evil 7, ο Ethan έχει αποκατασταθεί σε ένα άγνωστο, απόμακρο χωριό της Ρουμανίας, όπου μαζί με την γυναίκα του Mia και την νεογέννητη του κόρη, Rose, απολαμβάνουν μερικές απολύτως φυσιολογικές και ποιοτικές οικογενειακές στιγμές, μακριά από τις φρικαλεότητες που μας έχουν συνηθίσει οι περισσότερες εισαγωγές της σειράς. Αναμενόμενα, οι χαρμόσυνες στιγμές της οικογένειας διαλύονται, όταν ένα απρόσμενο και λυπηρό γεγονός, οδηγεί στην απαγωγή της Rose και εν τέλει στην ανέλπιστη προσπάθεια ενός πατέρα, του Ethan, για την εύρεση της πολυαγαπημένης κόρης του. Με την ολοκλήρωση της εισαγωγής, ο Ethan αφήνεται, εντελώς χαμένος, να εξερευνήσει το χαώδες hub του τίτλου, το σχεδιαστικά πανέμορφο αλλά ταυτοχρόνως κατεστραμμένο χωριό, ώστε να ψάξει για καθοδήγηση από τους ολίγους επιζώντες της περιοχής. Φυσικά, η πορεία ως εκεί, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ομαλή, καθώς τα τερατόμορφα Lycans στοιχειώνουν τον πρωταγωνιστή μας σε κάθε βήμα του. Η εισαγωγή του νέου εχθρικού είδους, καθιστά από νωρίς το RE8 ως μία τουλάχιστον ανανεωμένη εμπειρία, θυμίζοντας έντονα την εισαγωγή των χωρικών από το πρωτοποριακό Resident Evil 4. Παρουσιάζοντας λοιπόν ιδιαίτερη έμφαση στις ορδές λυκανθρώπων από τις αρχικές ώρες του τίτλου, μας γίνεται άμεσα κατανοητό ότι η προσέγγιση που επέλεξε η Capcom, τείνει περισσότερο προς το action είδος, χωρίς ωστόσο να απομακρύνεται από τις survival horror ρίζες του.
Αναφορικά με την κατεύθυνση του Village, το sequel του Resident Evil 7, αποκτά μία ξεκάθαρα Resident Evil 4 υπόσταση, με αποτέλεσμα ναι μεν να θυσιάζονται αρκετές από τις μεμονωμένες σκηνές τρόμου καθώς και το ευρύτερο αίσθημα αυτού, αλλά να παρουσιάζονται πολυπλοκότερες, πιο ανοιχτές και σίγουρα πιο φιλόδοξες περιοχές, που προσδίδουν αισθητά στο στήσιμο του γοτθικού αυτού κόσμου, επιτρέποντας έτσι την ιαπωνική εταιρεία να στήσει ακόμη περισσότερα over-the-top σκηνικά και να επεκτείνει την καθιερωμένη b-movie like πλοκή, εμπλουτίζοντας την με παραπάνω action στοιχεία. Μία πλοκή, που παρότι δεν εξετάζει κάποιο βαθυστόχαστο φιλοσοφικό ερώτημα, καταφέρνει χάρη σε ένα συμπαθέστατο cast από larger-than-life προσωπικότητες και σε μία έξυπνη εξέλιξη των γεγονότων στο τελευταίο δίωρο του τίτλου, να αποτελέσει την κορυφαία ιστορία της σειράς, πάντα συμπεριλαμβανομένου του γενικότερου επιπέδου γραφής που συνήθως κινείται σε μέτρια επίπεδα.
Η δομή του σύμπαντος που δημιούργησε η Capcom συνοδεύεται από την ήδη καλοδουλεμένη, metroidvania φόρμουλα, με 5 διαφορετικές κύριες περιοχές να συνυπάρχουν στον ίδιο χάρτη. Οι συγκεκριμένες περιοχές διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους, τόσο σε ατμόσφαιρα όσο και σε περιεχόμενο. Το κάστρο της Lady Dimitrescu για παράδειγμα, θυμίζει στο στήσιμο του το αστυνομικό τμήμα της Racoon City, από τους πολλαπλούς ορόφους και τα κλειδιά που απαιτούνται για να αποκτήσουμε πρόσβαση σε αυτούς, μέχρι και την συνεχόμενη καταδίωξη της Lady Dimitrescu και των κορών της, πηγή έμπνευσης των οποίων υπήρξε η υλοποίηση του Mr X. στο Remake του Resident Evil 2. Αντιθέτως, η δεύτερη έπαυλη, που αποτελεί και το highlight του τίτλου, εστιάζει στην αίσθηση του ψυχολογικού τρόμου, δανειζόμενη ωστόσο μερικές σελίδες από το βιβλίο γνωστό ως PT. Στο σύνολο τους, τα περιβάλλοντα που καλούμαστε να εξερευνήσουμε, ξεφεύγουν από τους επί το πλείστο γραμμικούς διαδρόμους του 7, επιτρέποντας μας να διαλέξουμε μεταξύ πολλαπλών προσεγγίσεων για έναν μόλις συγκεκριμένο προορισμό. Η πολυπλοκότητα και το εύρος των περιοχών βοηθάει ακόμη στην προσθήκη περισσότερων σύντομων puzzles στους απόμακρους οικισμούς, ενώ οι ίδιοι οικισμοί παρέχουν συνήθως πολύτιμα πυρομαχικά, θησαυρούς και αναβαθμίσεις όπλων για τους πιο παρατηρητικούς.
Ακολουθώντας, την απογοητευτική ποικιλία γρίφων του Resident Evil 3 Remake, το Village επαναφέρει τις ισορροπίες, παρουσιάζοντας μία εξαιρετική γκάμα από ευφάνταστους γρίφους. Εκτός των γρίφων που καθορίζουν την πρόοδο μας στην κύρια ιστορία, η Capcom πρόσθεσε επιπλέον δευτερεύοντες γρίφους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι αρκετά έξυπνοι και καλογραμμένοι, εστιάζοντας συνήθως στους κατοίκους του χωριού. Οι συνηθισμένες αμοιβές αποτελούνται από θησαυρούς ή και χρήσιμες αναβαθμίσεις όπλων.
Πιθανότατα, ένας από τους σημαντικότερους χαρακτήρες του Village είναι ο ιδιότροπος Duke. Ο αινιγματικός πωλητής συνηθίζει να εμφανίζεται ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, παραχωρώντας σημαντικά σχέδια για κατασκευή σφαιρών και αναβαθμίσεις όπλων, όπως για παράδειγμα βελτίωση της ισχύς των σφαιρών, της ταχύτητας οπλισμού και της ταχύτητας ρίψης επανειλημμένων σφαιρών. Οι αγορές των παραπάνω, γίνονται εφικτές με την χρήση Lei, τα οποία αποκτούνται με την εξόντωση εχθρών και την εύρεση πολύτιμων θησαυρών στο περιβάλλον. Οι θησαυροί αυτοί μπορούν έπειτα να πωληθούν στον Duke, και με βάση την χρηματική τους αξία, αποκτάμε ένα αντίστοιχα χαμηλό ή υψηλό ποσοστό από Lei. Το κύριο πρόβλημα που προκύπτει από την υλοποίηση ενός πωλητή στο Resident Evil Village, αφορά την αποκλειστικότητα των όπλων και των αναβαθμίσεων στο μαγαζί του Duke, ειδικά στο τέλος του παιχνιδιού οπού ξεκλειδώνεται η πληθώρα αυτών. Ουσιαστικά, το σύστημα αυτό, οδηγεί στην τοποθέτηση αμέτρητων θησαυρών και ελάχιστων αναβαθμίσεων και όπλων στις διάφορες γωνιές του χάρτη, με αποτέλεσμα η κάθε ανακάλυψη πολύτιμου θησαυρού να αισθάνεται το ίδιο. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελούν, οι αναβαθμίσεις της χωρητικότητας του αποθηκευτικού χώρου, που πωλούνται για ένα εξωφρενικά υψηλό ποσοστό, αποδυναμώνοντας έτσι την θέληση για εξερεύνηση και ανακάλυψής τους στο ανοιχτό περιβάλλον. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και με τις μόνιμες αναβαθμίσεις ζωής, για τις οποίες θα χρειαστεί να μεταφέρουμε υλικά από πεθαμένα ζώα στον Duke, ο οποίος έπειτα θα τα μαγειρέψει για εμάς, σε αντίθεση με το Resident Evil 7, όπου ανακαλύπταμε τις αναβαθμίσεις εξερευνώντας το σπίτι της οικογένειας Baker.
Η βασική gameplay λούπα του Resident Evil Village, περιστρέφεται γύρω από το οπλοστάσιο του Ethan Winters. Απέχοντας πλέον 3 έτη από τα τραγικά συμβάντα της Λουιζιάνα, ο Ethan εισήχθη στον στρατό, βελτιώνοντας της μαχητικές του ικανότητες κατά την διάρκεια. Αυτό δυστυχώς δεν αποτυπώνεται από τον γενικότερο χειρισμό του παιχνιδιού, ο οποίος ναι μεν συνηθίζεται, αλλά είναι πολύ ανακριβής. Η κάθε κίνηση αρχικά παρουσιάζει μία αισθητή καθυστέρηση κάτι που οφείλεται στην αυτόματη ρύθμιση για επιτάχυνση κάμερας. Με την απενεργοποίηση της συγκεκριμένης επιλογής, η στόχευση σε ένα DualSense γίνεται πιο εφικτή και πιο ρεαλιστική χάρη στις δυναμικές σκανδάλες, χωρίς ωστόσο να αγγίζει την λεπτομέρεια που παρατηρείται στους resident τίτλους τρίτου προσώπου. Για τις πρώτες ώρες του παιχνιδιού, είναι αναγκαία η προσεκτική χρήση του πιστολιού και της καραμπίνας, στοχεύοντας πάντα είτε στο κεφάλι είτε στο πόδι των εχθρών μας ώστε να τους καθυστερήσουμε. Εάν και η εύρεση πυρομαχικών στην αρχή είναι σπάνιο φαινόμενο, πολύ γρήγορα γίνεται κατανοητό ότι τα ποσοστά πυρομαχικών είναι υπερβολικά υψηλά ώστε να συνεισφέρουν και στις διαμάχες με τα οπτικά εντυπωσιακά αλλά απογοητευτικά bosses, αφαιρώντας το συναίσθημα του survival horror που μας κυρίεψε τα πρώτα λεπτά. Μεγάλο ρόλο στην σωστή διαχείριση των προμηθειών που μαζεύουμε κατέχει το απογοητευτικό σύστημα crafting και η γενικότερη υλοποίηση του inventory. Αντιθέτως, με τους περισσότερους, πρόσφατους Resident Evil τίτλους, το crafting δεν απαιτεί χειροκίνητο συνδυασμό, με το αποτέλεσμα να εμφανίζεται μονίμως στο crafting μενού, όπως και οι προμήθειες που απαιτούνται, αφαιρώντας έτσι αρκετά από τα διλήμματα συνδυασμών που παρουσιάστηκαν σε προηγούμενους τίτλους. Εκτός αυτού, το RE8 αντιγράφει το σύστημα διαχείρισης προμηθειών του RE4, με την χρήση της βαλίτσας και την ικανοποιητική αναδιοργάνωση αντικειμένων ala tetris. Το σοβαρό σφάλμα της συγκεκριμένης επιλογής περιστρέφεται γύρω από τον αρχικό αποθηκευτικό χώρο της βαλίτσας ο οποίος είναι ανεξέλεγκτα μεγάλος, με αποτέλεσμα να χρειαστούν ελάχιστες αλλαγές στην οργανώση, μέχρι και τα τελευταία λεπτά του 13ωρου ταξιδιού.
Κατά την ολοκλήρωση της βασικής ιστορίας, ξεκλειδώνουμε αρκετό επιπρόσθετο περιεχόμενο όπως βίντεο από την ανάπτυξη του παιχνιδιού, μια γκαλερί με τα μοντέλα των χαρακτήρων, καθώς και το δεύτερον Mercenaries mode. Η επιστροφή του λατρεμένου mode, αποτελεί μία ευχάριστη προσθήκη, προσφέροντας μία arcade πινελιά στο συνολικό πακέτο. Σκοπός μας, για ακόμη μια φορά είναι να εξοντώσουμε κύματα εχθρών σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με την κάθε εξόντωση να οδηγεί στην αύξηση του combo meter και στο τελικό σκορ. Η απόκτηση των θησαυρών έπειτα από κάθε γύρο, μας επιτρέπει να αγοράσουμε ακόμη περισσότερες προμήθειες και αναβαθμίσεις όπλων από τον Duke. Προς αποφυγή της στασιμότητας του mode, η Capcom πρόσθεσε νέες ικανότητες που εμφανίζονται τυχαία σε κάθε στάδιο, και κυμαίνονται από μία απλή αύξηση ζημιάς στην καραμπίνα μέχρι και slow motion σε κάθε χτύπημα των όπλων. Στο σύνολο του, το Mercenaries mode, αποτελεί μία βασική αλλά ικανοποιητική δευτερεύουσα εμπειρία, με τα άφθονα περιθώρια βελτίωσης του ωστόσο, να είναι εμφανή.
Είναι γεγονός, ότι το Resident Evil Village είναι ένας οπτικοακουστικός θρίαμβος. Η RE Engine της Capcom συνεχίζει να εντυπωσιάζει και να αναδεικνύει την ευλυγισία της, καθώς τρέχει σε μία 4Κ ανάλυση, στα 60 καρέ το δευτερόλεπτο, στα οποία καρέ παρατηρούμε περισσότερες πτώσεις όταν ενεργοποιούμε το ικανοποιητικά υλοποιημένο, Ray Tracing. H ποιότητα των textures, με ελάχιστες εξαιρέσεις αποτελεί ένα από τα μοναδικά πρώιμα next-gen δείγματα. Ο ίδιος υψηλός πήχης παρατηρείται και στην ποιότητα των προσώπων και των facial animations τους, που έχουν δει σημαντικές βελτιώσεις ακόμη και από το RE7.
Φυσικά, είναι αδύνατο να μην σταθούμε στον σεμιναριακό ηχητικό τομέα, που ενισχύεται αρκετά χάρη στο 3D Audio. Ο κάθε ήχος, από τα εντόσθια των Lycans να διαλύονται, τα βήματα του Ethan στα πλακάκια του Κάστρου Dimitrescu, τo αεράκι που φυσάει στο κέντρο του χωριού, μέχρι και την γενικότερη μείξη του ήχου, μεταξύ των ψιθύρων και των αναμενόμενων jumpscares, η ομάδα ήχου της Capcom συνεχίζει και εντυπωσιάζει.
Συμπερασματικά, το Resident Evil Village αποτελεί ένα πείραμα μεταξύ μερικών εξαιρετικών και μερικών στάσιμων στοιχείων που έχουν εδραιωθεί από προηγούμενους τίτλους της σειράς. Η έλλειψη πρωτότυπων ιδεών, εξισορροπείται από την συνεχόμενη εναλλαγή περιοχών, την απροσδόκητη εξέλιξη της πλοκής, την ικανοποιητική ποικιλία από ευφάνταστους γρίφους και φυσικά τον υποδειγματικό οπτικοακουστικό τομέα. Ο τρόμος επέστρεψε, και το χωριό σας περιμένει!