Η εμπειρία μου με το Resident Evil 4 ξεκινά το 2017, με το remaster του τίτλου για PS4, που είχε κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά. Έχοντας αρχίσει την ενασχόληση μου με το franchise από το εξαιρετικό Resident Evil VII: Biohazard, το 4 ήταν το επόμενο της σειράς που έπεσε στα χέρια μου. Ακόμη θυμάμαι το πόσο είχα εκπλαγεί από το πόσο καλά στεκόταν στο σήμερα ένα παιχνίδι με την ηλικία και τους μηχανισμούς του Resident Evil 4. Άλλωστε, η δεδομένη ποιότητα του δεν αμφισβητείται από πολλούς, θεωρούμενο ως ίσως η λαμπρότερη στιγμή της σειράς. Έτσι, η ανακοίνωση ενός remake με βρήκε σκεπτικό, αφού το θεώρησα αχρείαστο, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις των Resident Evil 2 και 3. Ευτυχώς, η Capcom δεν φάνηκε να λαμβάνει την άποψη μου σοβαρά υπ’ όψιν και κυκλοφόρησε εν τέλει το Resident Evil 4 Remake, το οποίο ξεπερνά την πρωτότυπη κυκλοφορία σε κάθε πιθανό επίπεδο. Ας δούμε αναλυτικά το γιατί.
Ο θρύλος ξαναζωντανεύει, καλύτερος από ποτέ
Ας υποθέσουμε αρχικά πως κάποιοι ελάχιστοι δεν έχουν ιδέα περί τίνος πρόκειται το παιχνίδι. Το σενάριο του Resident Evil 4 ξεκινά με τον Leon, πρωταγωνιστή και του 2, να καταφτάνει υπό τη συνοδεία 2 αστυνομικών σε ένα μικρό Ισπανικό χωριό. Ο -πλέον πράκτορας- Leon έχει αναλάβει τη διάσωση της Ashley, κόρης του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία έχει απαχθεί από μία μυστηριώδη αίρεση. Με το που ο ήρωας μας φτάνει στο εν λόγω χωριό, καταλαβαίνει κάποιος αμέσως με τι remake έχει να κάνει. Βλέπετε, μπορεί ο πυρήνας αυτών των πρώτων λεπτών να είναι ο ίδιος, ο τρόπος με τον οποίο όμως είναι στημένη η όλη σεκάνς διαφέρει αρκετά. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με το σύνολο της 20ωρης εμπειρίας, με το σενάριο να μη διαφοροποιείται ιδιαίτερα, έχοντας δεχτεί όμως επιμέρους επεμβάσεις, που καταφέρνουν να εκσυγχρονίσουν τον τίτλο όσο χρειάζεται. Κάποιοι χαρακτήρες παίρνουν περισσότερο screentime, όπως τους αρμόζει, οι διάλογοι έχουν παραμερίσει την τόσο cheesy υφή που σίγουρα θα “χτυπούσε” άσχημα εν έτει 2023, όντας πιο καλογραμμένοι, και σίγουρα λιγότερο αναχρονιστικοί ενώ και κάποιες εξελίξεις λαμβάνουν χώρα διαφορετικά από το αναμενόμενο. Η σύγχρονη σκηνοθεσία “δείχνει τα δόντια της” και καταφέρνει να επηρεάσει καθοριστικά την απόδοση ορισμένων σκηνικών. Όσοι έχουν παίξει και λατρέψει την πρωτότυπη κυκλοφορία του 2005 θα βιώσουν μία ιστορία όπως τη γνωρίζουν, θα βρεθούν όμως προ αρκετών εκπλήξεων, που ανανεώνουν τόσο-όσο ένα σενάριο, που μάλλον φαντάζει ακόμη και σήμερα ως ένα από τα καλύτερα της σειράς.
Είναι εξ’ αρχής δεδομένο πως το Resident Evil 4 δεν χρειάζεται τη δουλειά που χρειάζεται φερ’ ειπείν το Resident Evil 2 για να γίνει προσβάσιμο στο σήμερα. Η Capcom όμως, φαίνεται πως υπερέβαλε εαυτόν και παρενέβη σε πολλά καθοριστικά κομμάτια του τίτλου, εκμοντερνίζοντας πλήρως τη δομή του. Πλέον, οι διαφορετικές περιοχές, όπως το κάστρο, το χωριό και η λίμνη, έχουν μία πολύ πιο άμεση σύνδεση, έχοντας έρθει κοντά στα πρότυπα των αντίστοιχων περιοχών του Resident Evil: Village. Ενισχύουν έτσι την εύκολη επιστροφή σε περιοχές που ο παίκτης έχει ήδη επισκεφθεί, επιτρέποντάς του να λύσει γρίφους που δεν είχε τη δυνατότητα να λύσει έως τότε. Ολόκληροι χώροι έχουν προστεθεί, δωμάτια με εχθρούς έχουν μεγαλώσει ή αλλάξει δομή, το backtracking έχει πλέον νόημα και δεν αποτελεί αγγαρεία. Το level design έχει γίνει πιο πολύπλοκο, αλλά και πιο λειτουργικό, με ολόκληρα κομμάτια, όπως αυτό του νησιού να έχουν επεκταθεί και ταυτόχρονα βελτιωθεί. Πλέον, το παιχνίδι πραγματικά δεν έχει αδύναμα σημεία, με το κάθε κομμάτι του να είναι αρμονικά προσαρμοσμένο στο σύνολο και να προσφέρει και το κάτι διαφορετικό στην όλη εμπειρία.
Καινούρια στοιχεία στην εξίσωση
Φυσικά, ο εμπλουτισμός του περιεχομένου δεν περιορίζεται εκεί. Πέρα από τη βασική ιστορία, στο παιχνίδι καταφέρνουν να παρεισφρήσουν και κάποια μικρά side quests. Δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερο να προσφέρουν στη γενικότερη εικόνα, αφού περιορίζονται σε μία fetch λογική, αλλά προσφέρουν πρόσβαση σε αναβαθμίσεις, που μπορεί να προβούν ιδιαίτερα καθοριστικές στη συνέχεια. Παράλληλα, θα συναντήσετε μέχρι και νέα, προαιρετικά mini-bosses, εάν ξέρετε πως και που να τα αναζητήσετε, με τους εχθρούς να μη χάνουν ποτέ την ποικιλία που απαιτείται για να κρατήσει το ενδιαφέρον σας. Κάποια ακόμη perks, υπό τη μορφή μόνιμων αναβαθμίσεων, έχουν προστεθεί, αλλά θα προτιμούσαμε να μην προδώσουμε τον τρόπο με τον οποίο αποκτώνται. Ο Merchant είναι εκεί και λειτουργεί περίπου όπως τον θυμάστε, έχοντας όμως πλέον ένα σημαντικά μεγαλύτερο οπλοστάσιο, που μπορείτε να εκμεταλλευτείτε, έχοντας επηρεαστεί και αυτός από τον αντίστοιχο The Duke του Village. Καλό θα ήταν βέβαια να έχετε στο πίσω μέρος του μυαλού σας τη διαχείριση του inventory, που πλέον χωρά περισσότερα πράγματα, όμως σίγουρα δεν θα αργήσει να γεμίσει με όλες τις διαθέσιμες προμήθειες. Παρεμπιπτόντως, υπάρχει η δυνατότητα για NG+, ξεκινώντας φυσικά με ό,τι είχατε συγκεντρώσει στο προηγούμενο playthrough σας.
Το φίλτρο της νοσταλγίας μας κάνει κάποιες φορές να χάνουμε την επαφή με την πραγματικότητα. Επί τούτου, στην αρχή νιώθαμε πως παίζαμε ένα απαράλλαχτο Resident Evil 4. Στην πραγματικότητα όμως, πέφταμε πολύ έξω. Το gameplay που συναντήσαμε στο remake είναι πολλές σκάλες αναβαθμισμένο, σε σχέση με εκείνη την κυκλοφορία. Αρχικά, ο Leon κάνει κάποια βασικά πράγματα, όπως το να μπορεί να πυροβολεί εν κινήσει και να σκύβει σε crouch, να μπαινοβγαίνει σε κτίρια, να σκαρφαλώνει σε σκάλες, και ανά σημεία να αξιοποιεί ακόμη και τη stealth προσέγγιση. Τα όπλα έχουν πολύ καλύτερη αίσθηση, χάρις βεβαίως και στην πολύ καλή υλοποίηση όλων των τεχνολογιών του DualSense, ενώ εναλλάσσονται πολύ πιο εύκολα επάνω στη μάχη, με ένα σύστημα τύπου The Last of Us. Το μαχαίρι επίσης διαδραματίζει κομβικό ρόλο, μπαίνοντας πολλές φορές στο προσκήνιο. Η καλύτερη απόδειξη αυτού, τα boss fights. Το 2005 δεν υπήρχε η δυνατότητα να δοθεί κινηματογραφικότητα στις σημαντικές μάχες κι έτσι, η τότε μόδα των QTE’s αποτελούσε μονόδρομο. Πλέον, η Capcom περιόρισε τα quick-time-events στο ελάχιστο και τα αντικατέστησε με άλλες, πιο ενδιαφέρουσες τεχνικές, όπως μάχες με το προαναφερθέν μαχαίρι. Όλα τα boss fights φαντάζουν βελτιωμένα και “παίζουν” πολύ πιο άνετα και μοντέρνα. Γενικότερα, οι τεχνικές προδιαγραφές του σήμερα επιτρέπουν την ύπαρξη πολύ πιο θεαματικών set-pieces, εξυψώνοντας με τον καλύτερο τρόπο τις σημαντικές σεναριακές στιγμές.
Ευτυχώς, γλιτώσαμε
Ήρθε η ώρα να περάσουμε στο κεφάλαιο Ashley με MINI-SPOILERS για το πρωτότυπο του 2005. Ως γνωστόν, η νεαρή αποτελεί ένα από τα πιο εκνευριστικά κομμάτια του original, αφού περνάμε σημαντικό κομμάτι του παιχνιδιού, έχοντας την στο πλάι μας και υπερασπίζοντάς τη από τις απειλές. Τότε, η Ashley κυριολεκτικά οδηγούσε τον παίκτη στα όρια της παράνοιας, όντας αρκετά κακογραμμένη και φωνάζοντας συνέχεια το όνομα του Leon και επαναλαμβανόμενες ατάκες. Αποτελούσε έναν μόνιμο περισπασμό και μπλεκόταν συχνά στα πόδια μας. Ευτυχώς, οι developers έπραξαν ορθώς, επεμβαίνοντας αρκετά στο χαρακτήρα της κοπέλας. Πλέον, η ίδια δεν είναι ενοχλητική, έχει μία πιο ρεαλιστική και ώριμη προσωπικότητα, ενώ ο έλεγχος της γίνεται πιο άμεσα από τον Leon, με βασικές εντολές του τύπου “ακολούθησε”, “μείνε πίσω” ή κρύψου. Παράλληλα, η συνεργασία της με τον πρωταγωνιστή μας είναι πιο αρμονική και συνεισφέρει στην πρόοδο ανά σημεία. Επιπλέον, το κομμάτι που ο παίκτης την παίρνει στον έλεγχο του έχει μεταβληθεί δραστικά και είναι πιθανότατα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία ολόκληρου του παιχνιδιού. Ευχαριστούμε Capcom!
Υποδειγματική κατάσταση στο launch
Αυτό που σίγουρα μας έκανε εντύπωση, είναι η τεχνική απόδοση του τίτλου, ακόμη και 2 εβδομάδες πριν την κυκλοφορία του. Το remake μας προσφέρει πρόσβαση στα γνώριμα Fidelity και Performance modes, δίνοντας μας επιλογή για ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση του Ray-Tracing. Εμείς δοκιμάσαμε το παιχνίδι σε ένα σύγχρονο πάνελ, που μας επιτρέπει και την αξιοποίηση του VRR. Έτσι, είχαμε μία εξαιρετική εμπειρία σε όλους τους διαφορετικούς συνδυασμούς που επιλέξαμε. Μάλιστα, “κλειδώσαμε” στο Fidelity mode, με ενεργοποιημένο το RT, οδηγώντας μας έτσι σε μία υποδειγματική απόδοση για pre-launch κατάσταση, παίζοντας σε υψηλή ανάλυση, με εξαιρετικούς φωτισμούς και αντανακλάσεις, με το μέσο framerate να κινείται στα 50 fps. Ένα μικρό πρόβλημα παρατηρήθηκε κατά τη χρήση του HDR, το οποίο φάνηκε να “ξεπλένει” τα χρώματα και ίσως αναγκάσει αρκετούς να το απενεργοποιήσουν. Ακόμη κι έτσι όμως, το Resident Evil 4 είναι ένα πανέμορφο παιχνίδι σε όλα του.
Τα πολυποίκιλα περιβάλλοντά του ποτέ δεν έδειχναν καλύτερα, οι φωτισμοί χρησιμοποιούν μοντέρνες τεχνολογίες που εντυπωσιάζουν και προφανώς τα μοντέλα των χαρακτήρων έχουν υποστεί ακραίο εκσυγχρονισμό. Ομολογουμένως, υπάρχουν σημεία που η ανάλυση πέφτει, κάτι που όμως λύνεται εύκολα με ένα day-one patch, που αναμενόμενα θα κυκλοφορήσει παρέα με το παιχνίδι. Τα εντυπωσιακά εφέ κατά τη διάρκεια της μάχης, δίνουν άλλη χάρη στους διαμελισμούς των εχθρών, ενώ σας προκαλούμε να προσπαθήσετε να ασχοληθείτε με το remaster του παιχνιδιού, έχοντας βιώσει τα animations που προσφέρει το remake. Η Capcom κατάφερε να δημιουργήσει κάτι τόσο φρέσκο σχεδιαστικά, που άνετα μπορεί να περάσει για κανονική, φετινή κυκλοφορία. Στην παραπάνω φράση συνεπικουρεί και ο κατά πολύ βελτιωμένος ήχος, που φυσικά και είναι πλέον 3D, έχοντας απίστευτη κατευθυντικότητα και δίνοντας ρεσιτάλ ιδίως στα πιο horror σκηνικά που έχει να προσφέρει το παιχνίδι. Ε, στο voice acting μην περιμένετε θαύματα, αλλά σίγουρα οι νέοι ηθοποιοί είναι σαφώς βελτιωμένοι σε σχέση με τους προκατόχους τους.
Το action-horror στα καλύτερα του
Τέλος, αρκετοί είναι εκείνοι που θα αναρωτιούνται για το ύφος του Remake. Άλλωστε, αποτελεί κοινή παραδοχή πως το Resident Evil 4 αποτελεί το σημείο καμπής της σειράς, εγκαταλείποντας σχεδόν τον τρόμο, για μία πιο action προσέγγιση. Η πιο πρόσφατη έκδοση του τίτλου διατηρεί αναλλοίωτη την action πλευρά του τίτλου, επιδιώκοντας όμως παράλληλα να υπερτονίσει και να επεκτείνει τη μεριά του τρόμου. Η ατμόσφαιρα είναι πολύ πιο πυκνή, με το σκοτάδι να κυριαρχεί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Οι villains που συναντά ο Leon έχουν μία πιο σφιχτή και ρεαλιστική γραφή, με ένα πέπλο μυστηρίου να καλύπτει την προσωπικότητά τους. Το Remake φέρνει πιο συχνά τον παίκτη στην άβολη θέση της περιφοράς σε στενούς διαδρόμους ή/και σκοτεινά μπουντρούμια και εκεί ακριβώς έγκειται και η μετακίνηση προς την πλευρά του horror, με αρκετά πιο σκληρά σκηνικά. Αναφέραμε ήδη τους βελτιωμένους φωτισμούς και τον τόσο ανανεωμένο ήχο, που προφανώς συνεισφέρουν τα μέγιστα σε αυτό το νέο όραμα. Εν κατακλείδι, η action “καρδιά” του Resident Evil 4 συνεχίζει να χτυπά δυνατά, όμως αυτή τη φορά το παιχνίδι κλείνει εμφανώς το μάτι και σε εκείνους που λάτρεψαν το franchise στα πρώτα του βήματα.
Συνοπτικά, το remake του Resident Evil 4 είναι μία ακόμη καταπληκτική επαναφορά ενός θρυλικού τίτλου στο σήμερα. Κάθε τομέας του είναι πλήρως εκσυγχρονισμένος, αρχής γενομένης από το υποδειγματικό gameplay του, μέχρι τον τρόπο που αξιοποιεί τους villains και τους υπόλοιπους χαρακτήρες του. Ακόμη και οι βετεράνοι του παιχνιδιού θα βρεθούν προ πολλών εκπλήξεων, με ολόκληρες επανασχεδιασμένες περιοχές, νέους γρίφους, ακόμη και μικρά side quests να έχουν προστεθεί σε ένα ήδη εξαιρετικό σύνολο. Είναι ένα 20ωρο roller coaster, με υποδειγματικό ρυθμό και εν κατακλείδι, ένα φοβερό videogame. Μην παραλείψετε να το προσθέσετε στη συλλογή σας.
Ωραίο REVIEW!!
Ερώτηση!
Στο παραπάνω Review, δεν αναφέρθηκε καθόλου το έξτρα DLC με την Ada Wong που υπάρχει στο Original μέσα στο DVD ROM;;
Όταν ολοκλήρωνες το βασικό σενάριο, τότε σου έδινε πρόσβαση στα δύο DLCs με την ΑDA.
Αυτό δεν υπάρχει στο Remake??
Σε ευχαριστώ πολύ. Όχι. Μάλλον θα το δούμε σε DLC απ’ ό,τι ακούγεται.
Κρίμα.😔
Μεγάλο λάθος αυτό από την Capcom. Εφόσον προϋπήρχε ήδη το DLC μαζί με το Game, κανονικά θα έπρεπε να είναι μέσα στο πακέτο και αυτό.
Ολοκληρώνοντας λοιπόν το βασικό σενάριο, θα έπρεπε να το ξεκλειδώνεις ως έξτρα υλικό όπως στο Original!!
Αχ ρε CAPCOM………………….