To Borderlands 3 ήταν μια εκπληκτική επιστροφή της σειράς, μετά από ένα χλιαρό Borderlands Pre-Sequel. Μαζί με το πρώτο Season Pass του, προσφέρει πάνω από 200 ώρες gameplay είτε παίζοντας μόνοι μας, είτε με παρέα. Κατάφερε να δείξει έναν δρόμο για τα looter shooter παιχνίδια, μακριά από περαιτέρω μικροσυναλλαγές και δίνει μαθήματα στο πως να ενσωματώνεις κοσμητικά αντικείμενα. Παρόλα αυτά, η υπερβολική προσπάθεια του στο να μιμηθεί το ξεκαρδιστικό χιούμορ του δεύτερου (και για κάποιους καλύτερου) τίτλου, έφερε όσους ασχολήθηκαν μαζί του σε μια ολίγον τι άβολη θέση. Παράλληλα, η φόρμουλα του φάνηκε να θέλει μια αναβίωση, που εν τέλει δεν ήρθε όπως αναμέναμε. Με το Tiny Tina’s Wonderlands, η Gearbox προσπαθεί να πειραματίσει με νέες ιδέες, συνδυάζοντας το μετά αποκαλυπτικό sci fi πανκ σκηνικό, με το μεσαιωνικό DnD, θέλοντας να δώσει μια νότα φρεσκάδας. Το αποτέλεσμα; Διαβάστε παρακάτω για να μάθετε!
H Tiny Tina παρέα με τον Valentine και το αιμοδιψή ρομπότ Fredd μας καλούν να παίξουμε Bunkers and Badasses, το ανάλογο Dungeons and Dragons του Borderlands. Αφού τελειώνουμε το πρώτο μας campaign ενάντια στον Dragon Lord, έρχεται η ώρα για μια νέα παρτίδα στην οποία θα λάβουμε τον ρόλο του Fatemaker! Η δημιουργία χαρακτήρα, συνοδεύεται αρχικά από αρκετές επιλογές με μικρή ποικιλία σε αυτές, κάτι που διορθώνεται στην πορεία, εφόσον στον τίτλο θα βρούμε αρκετά επιπλέον κοσμητικά αντικείμενα. Δίνοντας μορφή στον ήρωα μας, θα κληθούμε να επιλέξουμε μία εκ των έξι διαθέσιμων κλάσεων: Brr-Zerker (o berzerker), Clawbringer (ο πολεμιστής), Gravelord (o νεκρομάντης), Spellshot (ο μάγος), Spore Warden (ο σαμάνος) και Stabbomancer (ο rogue). Σε μία διαφοροποίηση από την κεντρική σειρά, θα χρειαστεί να επιλέξουμε και τα στατιστικά μας, τα οποία είναι παρμένα κατευθείαν από το γνωστό επιτραπέζιο. Κάθε φορά που ανεβαίνουμε επίπεδο, πέρα από τα skill μας, θα ανεβάζουμε και αυτά.
Από την πρώτη στιγμή που θα πατήσουμε το πόδι μας στον φανταστικό κόσμο που έπλασε το μυαλό της Tina, βλέπουμε τις ελευθερίες που πήρε η εταιρεία, για να μας δώσει κάτι το διαφορετικό. Αποφεύγεται πλέον ο ανοιχτός κόσμος και οι άσκοπες μετακινήσεις. Οι χάρτες είναι συγκεκριμένοι και το μέγεθος τους ποικίλει ανάλογα με το τι περιέχουν. Τα μεσαιωνικά περιβάλλοντα κολακεύονται από την cel shade αισθητική και μεταβάλλονται ανάλογα με τα λεγόμενα της Dungeon Master μας, Tina. Αυτό σημαίνει ότι αισθητικά τίποτα δεν παραμένει μονότονο, ενώ κατά τη διάρκεια του τίτλου τα τοπία μεταβάλλονται αισθητά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακολουθούν κάποια τετριμμένη λογική. Ακόμα κι έτσι όμως, φροντίζουν να την εντάξουν με έναν όλο δικό τους τρόπο.
Επίσης, για πρώτη φορά βλέπουμε την ύπαρξη ενός overworld χάρτη, όπου η φιγούρα μας θα μετακινηθεί προς τις κατευθύνσεις που μας υποδεικνύει η ιερή αποστολή μας. Ο χάρτης αυτός είναι αρκετά ευφάνταστος και θυμίζει αυτόν της σειρά King’s Bounty. Στον κόσμο του ρέουν ποτάμια από τρεχούμενο αναψυκτικό, τα καπάκια από γυάλινα μπουκάλια είναι οι γέφυρες μας, ενώ γαριδάκια μας κλείνουν τυχαίως (;) τον δρόμο. Πάνω του, θα ασχοληθούμε με δευτερεύουσες αποστολές και μπουντρούμια, ενώ δεν λείπουν οι τυχαίες μάχες που μπορούν να αποφευχθούν με το πάτημα ενός κουμπιού. Ως μικρογραφία των χαρτών στους οποίους θα κινηθούμε, κάνει άρτια τη δουλειά του, δίνοντας μας τόσο στιγμές χαλάρωσης, όσο και σαφή αίσθηση κατεύθυνσης. Δεν γίνεται ποτέ κουραστικός, ούτε βομβαρδίζεται με άκυρες δραστηριότητες.
Στον τομέα των γραφικών, το Wonderlands ακολουθεί αντίστοιχα την ποιότητα του καλλιτεχνικού σχεδιασμού. Από τα λίγα παιχνίδια και δη πρώτου προσώπου, που η δύο επιλογές στα γραφικά θα αφήσουν τους πάντες ικανοποιημένους. Η χρήση της Unreal 4 δίνει τη δυνατότητα για την resolution ρύθμιση (dynamic 4k, 60FPS) και την performance (1080p, 120FPS), οι οποίες παραδίδουν μια ρευστή gameplay εμπειρία, με τη δεύτερη να δείχνει τα δόντια της όχι μόνο στις τηλεοράσεις που παρέχουν την δυνατότητα για αυτά τα καρέ, αλλά κυρίως στο co op που υποστηρίζει μέχρι 4 παίχτες. Μια εκπληκτική επιλογή, καθώς καταφέρνει να στηρίξει τα πολυπόθητα 60 καρέ, άσχετα με τον αριθμό των παιχτών στην οθόνη.
Ίσως τα μόνα αρνητικά που μπορούμε να προσδώσουμε στον τεχνικό τομέα είναι κάποια οπτικά bug, κυρίως όταν εμφανίστηκε κάποιο πλήκτρο για να πατήσουμε στις οθόνες μας και η συχνή ανακύκλωση των εχθρών που βασίζεται σε λίγα μοντέλα. Κάτι που έρχεται κόντρα στην post punk μεσαιωνική αισθητική του τίτλου, αφού πιστεύαμε ότι θα παλέψουμε με λίγο πιο ευφάνταστους αντιπάλους. Αντίθετα, αντικρύσαμε πάρα, μα πάρα πολλούς σκελετούς και ζόμπι.
Προχωρώντας στον ηχητικό τομέα, τα πράγματα κάνουν μια περίεργη στροφή 180 μοιρών. Η μουσική ένδυση του τίτλου δεν έχει την ανάλογη ποιότητα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης και αυτό φαίνεται τόσο στο gameplay, όσο και στις διάφορες σκηνές που προχωρούν την ιστορία. Ο ήχος δυσκολεύεται να ακολουθήσει την ευφάνταστη εικόνα και του λείπει το grandiose στοιχείο. Δεν υπάρχει κάποια αντάξια ηχητική κλιμάκωση και οι μελωδίες ακούγονται δυστυχώς τετριμμένες και επαναλαμβανόμενες. Η μέτρια αυτή πορεία συνεχίζει στην μίξη του ήχου και είναι ιδιαίτερα εμφανής κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ο ήχος από τα όπλα, οι φωνές των χαρακτήρων και η μουσική καταφέρνουν να εμπλακούν σε ένα ηχητικό διαμέρισμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας θόρυβος που κυρίως ενοχλεί και αφαιρεί πόντους από την εμπειρία. Στις επιλογές, μπορούμε να επηρεάσουμε λίγο τον ήχο, αλλά όχι με ιδιαίτερη επιτυχία.
Είναι κρίμα το γεγονός αυτό, καθώς οι ερμηνείες των χαρακτήρων έχουν την απαιτούμενη διάθεση και ενέργεια. Η Ashley Burch (Tina) και o Will Arnett (Dragon Lord) προσφέρουν απολαυστικότατες στιγμές και δείχνουν ότι πέρασαν τέλεια στο στούντιο. Ειδικά για την Burch, ο ρόλος της ως Tina καταφέρνει να αναδείξει ακόμα περισσότερο το ταλέντο της ως ηθοποιού. Ειδικά από τη στιγμή που την έχουμε δει στο Forbidden West ως Aloy. Σίγουρα, η προσφορά της στα βιντεοπαιχνίδια φέτος δεν θα περάσει απαρατήρητη από τις αντίστοιχες εκδηλώσεις. Αντίστοιχα, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τα όπλα του τίτλου, που είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του τίτλου μας. Η γνωστή ποικιλία από όπλα, συνοδεύεται αντίστοιχα από το ανάλογο ηχητικό εφέ, που σε συνδυασμό με το DualSense μας δίνουν μια γεμάτη και ικανοποιητική αίσθηση.
Έχοντας τα υπέρ και τα κατά του ηχητικού τομέα στο μυαλό μας, θα περάσουμε στο μεγαλύτερο μειονέκτημα του Wonderlands, τους διαλόγους. Το παιχνίδι κάνει τα πάντα για να φανεί αστείο, με τους χαρακτήρες του να μην κλείνουν το στόμα τους ποτέ. Αυτό καταλήγει να διευρύνει το μέτρο της ποιότητας του χιούμορ, από αρκετά καλό, σε εξαιρετικά άστοχο και πολλές φορές ξεκάθαρα αδιάφορο. Είναι κρίμα, διότι τέτοια ποσότητα διαλόγου αποσυντονίζει τον παίχτη, ιδιαίτερα όσο λαμβάνει χώρα κατά τη gameplay λούπα. Έρχεται επίσης σε αντίθεση με κάποιες ξεκαρδιστικές στιγμές που δίνονται τελείως οπτικά και ο τίτλος καταφέρνει να βάλει γκολ από τα αποδυτήρια, αφού εμείς ψάχνουμε περισσότερες δεύτερες, ενώ μας δίνει άπλετες πρώτες.
Ήρθε η ώρα λοιπόν να μιλήσουμε για το ζουμί του Wonderlands, το οποίοι δεν είναι άλλο από το gameplay του. Από την αρχή δίνεται η ψευδής αίσθηση ότι τα όπλα κοντινής απόστασης θα έχουν κάποια αναβαθμισμένη σημασία σε σχέση με τη μαμά σειρά, αλλά κάτι τέτοιο αναιρείται αυτόματα από τη στιγμή που απλόχερα το παιχνίδι μας δίνει τα όπλα του. Οι κατηγορίες αυτών δεν έχουν διαφορές από τα Borderland, αλλά ο σχεδιασμός τους και η ποικιλία τους είναι αρκετά διαφοροποιημένος και ευχάριστος. Οι κλάσεις καταφέρνουν να δώσουν μια τεράστια ποικιλία στον τρόπο που παίζουμε (αν και αυτός δεν ξεφεύγει πάντα από το απλό πίου πίου – πέθανες – loot) και συνοδεύονται από την ύπαρξη υβριδικών κλάσεων, που δίνουν έναν έξτρα τόνο βάθους. Παράλληλα με τα όπλα, έχουμε ξόρκια πλέον που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σαν τη δεύτερη μας ικανότητα. Το σύνολο των επιλογών που έχουμε στο πιάτο μας, είναι τεράστιο.
Αυτό που δεν είναι τεράστιο και καταφέρνει να απογειώσει τον τίτλο πάνω από τα παιχνίδια της σειράς Borderlands είναι το μέγεθος του κόσμου και τον χαρτών. Οι βασικές τοποθεσίες έχουν μεγάλους χάρτες με αρκετά μυστικά τα οποία δεν μπαίνουν ποτέ στον δρόμο μας, όπως επίσης και με μια πληθώρα δευτερευόντων αποστολών. Οι αποστολές αυτές ποτέ δεν κρατάνε παραπάνω από όσο πρέπει, με εξαίρεση κάποιες που βρίσκονται στον κεντρικό χάρτη του παιχνιδιού και λειτουργούν ως μικρότερης διάρκειας campaign. Αυτές είναι που μας εισάγουν σε δευτερεύοντες χάρτες τοποθεσιών, που δεν συμμετέχουν στην κεντρική ιστορία. Δεν σταματά ο τίτλος εδώ όμως. Στον ίδιο τον κεντρικό χάρτη, υπάρχουν δραστηριότητες που μας μεταφέρουν σε αρένες και ολοκληρώνονται σε δέκα το πολύ λεπτά, προσφέροντας ικανοποιητικές δώσεις gamplay λούπας. Όλη αυτή η δυνατότητα για σφηνάκια δράσης παράλληλα με την ροή της κεντρικής ιστορίας, δημιουργεί έναν ρυθμό, που λειτουργεί πολύ καλύτερα από τα αχανή αρκετές φορές Βorderlands.
Κατά επέκταση λοιπόν, η διάρκεια του Tiny Tina’s για τον μέσο παίχτη θα είναι περίπου στις 20 ώρες, ενώ όσοι θέλετε παραπάνω, σίγουρα θα φτάσετε στις 40. Επίσης, κατά τον τερματισμό του τίτλου υπάρχει ένα περίπου “endless mode”, τα chaos levels, που θα ανεβάζει την ενασχόληση σας κατά πολύ ακόμα. Δίνεται η εντύπωση ότι ο τίτλος αποτελούσε μέρος του δεύτερου season pass του Borderlands 3, αλλά εξελίχθηκε τόσο, που ήθελαν οι δημιουργοί να τον διαφοροποιήσουν έτσι ώστε να πειραματιστούν με επιπλέον ιδέες, που μπορεί να μην είχαν θέση στην βασική τους σειρά. Αν αυτό ήταν ένα στοίχημα για τους ίδιους, σίγουρα το κέρδισαν καθώς ακόμα και μετά το Tiny Tina’s Assault on Dragon Keep (που αποτελεί τον “προκάτοχο” αυτού του τίτλου), το Wonderlands καταφέρνει να φέρει έναν πολυπόθητο και όμορφο αέρα αλλαγής.
Συνοψίζοντας, το Tiny Tina’s Wonderlands είναι ένα θαυμαστό ταξίδι, που σε σημεία καταφέρνει να ξεπεράσει το Borderlands 3. Κάνει πολλά βήματα στις σωστές κατευθύνσεις, ενώ χάνει πόντους μόνο και μόνο από την αδυναμία του να απολέσει από πάνω του τα χαρακτηριστικά εκείνα, που δεν αφήνουν να λάμψει η μοναδική αισθητική του. Με μια μεγάλη ποικιλία από rpg στοιχεία, κλάσεις και επιλογές, συν την δυνατότητα co op από την έναρξη του παιχνιδιού, ο τίτλος υπόσχεται άπειρες ώρες στους λάτρεις των looter shooter. Η διάρκεια του είναι ιδανική, καθώς καταφέρνει τον δύσκολο ρόλο να απευθύνεται τόσο στον μέσο παίχτη, όσο και στον σκληροπυρηνικό φαν. Η ανεμελιά και η ελαφρότητα που διέπει το Tiny Tina’s, το κάνει μια ιδανική πρόταση για όλους. Συστήνεται ανεπιφύλακτα!
Ευχαριστούμε την CD Media για την παραχώρηση του παιχνιδιού για τις ανάγκες του Review.