Η Gunfire Games είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στούντιο. Δεν αγγίζει τις ΑΑΑ προδιαγραφές, αλλά παρόλα αυτά ξέρει πως να δημιουργεί κόσμους μαγικούς, με ατμόσφαιρα. Παράλληλα, δεν ντρέπεται να πάρει τις ιδέες επιτυχημένων τίτλων και να τις μεταφέρει με τον δικό της τρόπο, δημιουργώντας εμπειρίες, οι οποίες αγνοούσαμε ότι έλλειπαν από τις κονσόλες μας. Είναι αυτή η μίξη μεταξύ μάχης/γρίφων/εξερεύνησης, που δημιουργεί ένα εναλλασσόμενο σύστημα με κέντρο τον παίχτη. Από το Darksiders έως το Remnant: From the Ashes, κανένα παιχνίδι της δεν ακολουθεί τα ίδια μοτίβα, κάνοντας την αναμονή τους ενδιαφέρουσα. Το Chronos: Before the Ashes έρχεται με νέες ιδέες πάνω στην Souls φόρμουλα και μένει να δούμε αν μας προσφέρει μια αξιέπαινη εμπειρία.
Ξεκινώντας, το Chronos: Before the Ashes είναι η μεταφορά του Chronos (2016) στις κονσόλες μας. Ο αρχικός τίτλος είχε κυκλοφορήσει για το Oculus και ήταν VR. Αποτελεί το prequel του Remnant: From the Ashes κι εκεί τελειώνει η σχέση τους, καθότι το Chronos χρησιμοποιεί τελείως διαφορετικούς μηχανισμούς. Οι διαφορές μεταξύ των δύο εκδόσεων είναι σχεδόν μηδαμινές, με μόνη την κάμερα, η οποία πλέον ελέγχεται από εμάς και δεν είναι στάσιμη. Η ιστορία αναφέρεται στην προσπάθεια του παίχτη μας να κατατροπώσει τον δράκο που απειλεί τον κόσμο. Όλο το σενάριο προωθείται μέσω περιβαλλοντικής αφήγησης, ακριβώς όπως στα Soulsborne παιχνίδια.
Οι διαφοροποιήσεις που έχει το Chronos: Before the Ashes σε σχέση με τη φόρμουλα που είμαστε οικείοι, δίνουν στο παιχνίδι την δική του υπόσταση. Αρχικά, μπορούμε να επιλέξουμε το φύλο του χαρακτήρα μας (αγόρι/κορίτσι) και το όπλο που κουβαλάει (σπαθί/τσεκούρι). Δεν υπάρχει καμία άλλη παραμετροποίηση, για τον εξής λόγο: Ξεκινάμε το παιχνίδι στην ηλικία των 17 χρονών. Σκοτώνοντας εχθρούς παίρνουμε XP, το οποίο μας ανεβάζει ανά διαστήματα επίπεδα. Σε κάθε επίπεδο μπορούμε να ανεβάσουμε κάποια από τα τέσσερα στατιστικά του παίχτη μας. Strength, Agility, Arcane και Vitality. Όταν πεθάνουμε, περνάει ένας χρόνος για τον χαρακτήρα μας και οι εχθροί επανεμφανίζονται στον χάρτη. Το ενδιαφέρον που συμβαίνει είναι ότι από τα 20 έτη και για κάθε δέκα χρόνια που περνάνε, το παιχνίδι μας προσφέρει να επιλέξουμε από κάποια πλεονεκτήματα για τον χαρακτήρα μας. Αυτά κυμαίνονται από περισσότερη εμπειρία, μέχρι μεγαλύτερο παράθυρο για αποφυγές και ούτω κάθε εξής. Παράλληλα, όσο ανεβαίνουμε σε ηλικία, κάποια στατιστικά μας ανεβαίνουν δυσκολότερα και κάποια άλλα ευκολότερα, αλλάζοντας τη δυναμική της εξέλιξης του χαρακτήρα μας, ο οποίος εμφανώς γερνάει στο παιχνίδι, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο σύστημα.
Αυτό το σύστημα ευνοείται αρκετά, από το πως είναι δομημένος ο κόσμος. Η Gunfire Games φαίνεται να γνωρίζει καλά τις ιδιαιτερότητες της τρίτης διάστασης, παρουσιάζοντας μας ένα εξαιρετικό σχεδιασμό επιπέδων. Οι ποικιλία των περιοχών που θα ταξιδέψουμε είναι μικρή (μόλις πέντε), αλλά είναι ευφάνταστες, συνδυάζοντας το πομφώδες με το μινιμαλιστικό, με διακριτές χρωματικές παλέτες για να ξεχωρίζει η μια από την άλλη. Τα ίδια τα επίπεδα εκμεταλλεύονται και τις τρεις διαστάσεις, δημιουργώντας όμορφους λαβύρινθους με δωμάτια που δίνουν την αίσθηση ότι είναι απαραίτητα για τον κόσμο που αποτελούν μέρος και όχι απλά για τις ανάγκες του παίχτη. Όλα αυτά, όμορφα ξετυλίγονται σαν ένα νήμα που μας επιστρέφει πάντα στο σημείο που ξεκινήσαμε, αποκαλύπτοντας το νέο μονοπάτι που πρέπει να πάρουμε. Σε αυτό συμβάλουν οι γρίφοι, που εκμεταλλεύονται το περιβάλλον για να μας δώσουν τη λύση που τόσο χρειαζόμαστε. Ο ηχητικός τομέας από τη μία περιέχει εξαίσια ηθοποιία και όμορφα ambient στοιχεία, αλλά στο κομμάτι του soundtrack μένει πίσω, μην μπορώντας να μας δώσει ένα αξιομνημόνευτο κομμάτι.
Δυστυχώς, ένα μεγάλο αγκάθι για το Chronos είναι ο χειρισμός. Ενώ κάθε όπλο έχει ξεκάθαρα δική του αίσθηση και κινήσεις, η ίδια η κίνηση του χαρακτήρα μας είναι εξαιρετικά αργή, απολίθωμα του VR παρελθόντος του τίτλου. Υπάρχει μια βαριά αίσθηση στο τρέξιμο, η οποία κουράζει μετά από ένα σημείο. Η μάχη με τη σειρά της είναι αργή και μεθοδική, αλλά υποφέρει από την μικρή ποικιλία των αντιπάλων και την αδυναμία κάποιες φορές να γίνονται register οι κινήσεις μας. Αυτό γίνεται ακόμα χειρότερο στο τελικό boss, στο οποίο θα πρέπει να προσαρμοστούμε σε έναν τελείως διαφορετικό ρυθμό από αυτόν που μας δίνεται, κάνοντας την τελική αναμέτρηση, κάθε άλλο από επική. Η μικρή διάρκεια του τίτλου επίσης (περίπου 6-8 ώρες), δεν αφήνει το στοιχείο των ρόλων να λάμψει, καθώς πολύ δύσκολα οι θάνατοι μας θα φτάσουν στο να καλύψουμε έστω και τα μισά traits. Δίνουν όμως ένα ενδιαφέρον για πολλαπλά playthrough, στα οποία αμήχανα θα πεθαίνουμε για να πάρουμε τις ικανότητες που θέλουμε, ώστε να χτίσουμε τον χαρακτήρα μας. Σε συνδυασμό με το ότι δεν υπάρχει νέο παιχνίδι +, δημιουργείται η αίσθηση ότι ο τίτλος βγήκε, απλά για να βγει.
Εν κατακλείδι, το Chronos: Before the Ashes μας δικαιώνει με το τέλος του. Τόσο εμάς, όσο και τους οπαδούς του Remnant: From the Ashes. Όμως, δύσκολα μπορούμε να προτείνουμε έναν τίτλο καθαρά και μόνο για την ατμόσφαιρα του. Όσοι μπορέσετε να ξεπεράσετε τα όποια προβλήματα του, θα έρθετε αντιμέτωποι με έναν όμορφο και μυστικιστικό κόσμο, σε ένα ταξίδι που διαρκεί λίγο και δεν δίνει πάτημα για επανάληψη. Είναι η ίδια η διάρκεια που δεν αφήνει τους μηχανισμούς να λάμψουν και μας έκανε να ζητάμε το λίγο παραπάνω. Δεν παύει όμως να δημιουργείται ένας σεβασμός στην Gunfire Games, που ακόμα και σε ένα μέτριο της τίτλο, αναδεικνύεται η ικανότητα της να μεταποιεί τις φόρμουλες προς όφελος δικό της και του παίχτη. Αυτό, αξίζει συγχαρητήρια.