Ήταν μια κρύα νύχτα του χειμώνα όταν άκουσα τον ήχο που έκανε το Messenger. Στο μήνυμα, το αφεντικό μου είπε πως έχω δουλεία. “Ήρθε κωδικός”, άκουσα τη φωνή του στο κεφάλι μου. “Τι παιχνίδι;”, ανταποκρίθηκα. “Θα δεις”, απάντησε. Έβαλα τον κωδικό στο διαμέρισμα της οδού Κυψέλης που βρισκόμουν και με έκπληξη διαπίστωσα που είχα μπλέξει. Κόκορες, αστυνόμοι και μια λυγερή γάτα στόλιζαν το εξώφυλλο του τίτλου… Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει, είπα και με μόνη παρέα τον ήχο από τις σταγόνες που έπεφταν στα παράθυρα, πάτησα έναρξη.
Το μενού έδειχνε ένα γραφείο, όχι πολύ διαφορετικό από αυτό που καθόμουν εγώ. Αντί της γραφομηχανής, ένα λάπτοπ ήταν η μοναδική διαφορά. Έπνιξα ένα μειδίαμα στο πρόσωπο μου σε μια προσπάθεια αντικειμενικότητας. Για αρχή, ο noir χαρακτήρας και οι στιλιστικές επιλογές ήταν στα μέτρα μου. Ασπρόμαυρη εικόνα με διακριτές χρωματικές λεπτομέρειες, αλά Sin City και χαρακτήρες καλογραμμένοι, που προσπαθούν να επιβιώσουν στην ζούγκλα της πόλης. O Sonny ήταν ο κυνικός κόκορας που όλοι θα βλέπουμε το πρόσωπο μας σε αυτόν στα 50 μας. Έξυπνος, προσγειωμένος, μια μίξη Frank Drebin με James Gordon (από τη σειρά Gotham). Λαμβάνει αποστολές μόνο από femme fatale, πράγμα που τον επανέφερε πίσω στο σώμα και τον καλύτερο του φίλο, τον Marty MacChicken. Μαζί, θα κληθούν να κινηθούν παραμονή πρωτοχρονιάς στα άδυτα του υποκόσμου, βάζοντας τα με τους μεγάλους παίχτες.
Η μετάβαση στην πόλη γίνεται μέσω ενός χάρτη και κάθε περιοχή αποτελείται από στατικές εικόνες, στις οποίες θα αλληλεπιδράσουμε με κάθε λογής κόσμο και αντικείμενα. Το καστ περνάει από όλο το φάσμα του γκρι, με χαρακτήρες που εννοούν πολλά περισσότερα από όσα λένε. Ο διάλογος ευφυής και κωμικός, παίρνει το στοιχείο του μυστηρίου και το φέρνει άνω κάτω. Η ίδια η Clawville, μου θύμισε την Κυψέλη, έχοντας και οι δύο τον αέρα των περασμένων μεγαλείων. Το πολιτικό σκηνικό δεν διέφερε καθόλου, με το παιχνίδι να το παίζει στα δάχτυλα και να το υπονοεί μέσω έξυπνων παραλληλισμών. Δεν μας δίνει τίποτα στο πιάτο. Ότι καταλάβαμε, καταλάβαμε. Σίγουρα η πόλη στην οποία ζούμε είναι μια ζούγκλα. Σίγουρα όλοι θέλουν κομμάτι από την πίτα και άλλοι έχουν κάτι παραπάνω να κερδίσουν από κάποιους άλλους. Ο καθένας προσπαθεί να ελέγξει τα ζωώδη ένστικτα του, ενώ η εγκληματικότητα κυριαρχεί. Η ίδια η πόλη σφύζει από ζωή όμως. Κατάρα! Ξέχασα σε ποια πόλη αναφέρομαι.
Ενώ προσπαθώ να ξεδιαλύνω το μυστήριο στο οποίο εμπλέκομαι, κάτι μου αποσπά την προσοχή. Μια όμορφη μελωδία παίζει στο δωμάτιο. Προς έκπληξη μου, το πικ απ στη γωνία είναι κλειστό και σίγουρα το βινύλιο των Candlemass που υπάρχει πάνω, δεν ευθύνεται για αυτήν. Η μουσική τελικά προερχόταν από το παιχνίδι. Εύκολα στόλιζε τις πολλαπλές ανακρίσεις που θα κληθούμε να κάνουμε. “Το μπλοκάκι του αστυνόμου είναι το μεγαλύτερο του όπλο” είχε πει κάποιος στο Hot Fuzz. Και το δικό μας δεν ξεμένει από σφαίρες. Θα στριμώξουμε πολύ κόσμο μέχρι να φτάσουμε στον πάτο του πηγαδιού. Η εξαίσια τζαζ μουσική αναδείκνυε ένα παρακμάζον αστικό κλίμα, με τον ίδιο τρόπο που τα έντομα στις γκέτο περιοχές τραγουδούσαν την μπλουζ, για να δηλώσουν την φτώχεια τους. Οι φωνές των χαρακτήρων καθηλωτικές, με ειλικρίνεια που χτυπάει κόκαλα. Όχι ιδανικό για όσους έχουν αρθριτικά.
Όσο πύκνωνε η υπόθεση, άλλο τόσο συνειδητοποιούσα την έλλειψη γρίφων, με αυτούς να είναι μόνο τρεις. Όχι δύσκολοι, αλλά σίγουρα χωρίς παρατηρητικότητα δεν πάμε πουθενά. Ένιωσα ότι ο ένας από τους τέσσερις τοίχους ράγισε στο διαμέρισμα, καθώς ο Sonny έδωσε απάντηση στο ερώτημα μου. “Σφράγισε μια πόρτα πίσω από έναν γρίφο και κάποιος θα τον λύσει. Κλείδωσε την και πάρε το κλειδί και τότε θα μπορούν να περάσουν μόνο πάνω από πτώμα σου.” Χομπίστας, σκέφτηκα, αλλά δεν θα του τη χαρίσω έτσι. Θέλω το μυαλό μου να δουλέψει λίγο παραπάνω. Δεν κατάλαβα όμως, ότι ήδη δούλευε απουσία γρίφων. Η ιστορία ήταν τόσο πολυδαίδαλη, που τα όποια σενάρια έκανα είχαν βάση. Το Chicken Police δεν έλεγε μια ιστορία σε στυλ Sherlock Holmes, αλλά είχε επιρροές από Άγκαθα Κρίστι, με τον Ηρακλή Πουαρό να έρχεται στο μυαλό. Τα στοιχεία είναι όλα μπροστά σου. Μένει μόνο να τα βάλεις στη σειρά.
H υπόθεση έκλεισε και έπρεπε να πω αντίο στον Sonny και τον Marty. Είχα αρχίσει να τους συμπαθώ, αλλά ήρθε η ώρα να πάρουμε ο καθένας τον δρόμο του. Βλέποντας τις πρώτες αχτίδες του ήλιου να μπαίνουν στο υγρό διαμέρισμα μου, όσο γράφω αυτές τις γραμμές, σκεφτόμουν όλους τους χαρακτήρες που γνώρισα. Γεμάτοι προσωπικότητα και χάρισμα. Άλλους τους βοήθησα, άλλοι με βοήθησαν, άλλοι μου ράγισαν την καρδιά. C’est la vie. Θα αναπολώ τις περιπέτειες μου στην Clawville… Έως τότε, ένα νέο παιχνίδι, μια νέα υπόθεση.