Τα παιχνίδια εναλλακτικής πραγματικότητας είναι πλέον αρκετά ώστε να σχηματίζουν ένα δικό τους υπό-είδος στο gaming. Τέτοια παιχνίδια είναι τα Wolfenstein, η σειρά Resistance, το BioShock και αρκετοί ακόμη γνωστοί ή άγνωστοι σε εμάς, τίτλοι. Ένα τέτοιο παιχνίδι είναι και το Paradise Lost, μία παραγωγή της PolyAmorous από την Πολωνία. Πρόκειται φυσικά για μία indie, low-cost παραγωγή, η οποία θέλει να διηγηθεί μία συναισθηματική ιστορία, έχοντας ως setting μία εναλλακτική πραγματικότητα στον πλανήτη μας. Ας δούμε αναλυτικά.
Στο Paradise Lost βρισκόμαστε σε έναν κόσμο στον οποίο ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος διήρκησε 20 χρόνια παραπάνω και βρήκε “νικητές” τους Ναζί. Οι Γερμανοί ισοπέδωσαν τον πλανήτη με πυρηνικά και τραβήχτηκαν κάτω από το έδαφος, σε bunkers που είχαν χτίσει κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους. 20 χρόνια αργότερα, ο παίκτης αναλαμβάνει το ρόλο ενός 12χρονου αγοριού, του Szymon, ο οποίος εισέρχεται σε ένα από αυτά τα καταφύγια, με σκοπό να ανακαλύψει ποιος είναι ο μυστηριώδης άντρας που είδε σε μία φωτογραφία της πρόσφατα αποθανούσης μητέρας του. Η αλήθεια είναι πως παρότι το setting δεν σφύζει από πρωτοτυπία, ο τόπος που εξελίσσεται η ιστορία μας δεν θυμίζει καθόλου το παραδοσιακό bunker που θα περίμενε κάποιος.
Η κατασκευή των Ναζί κρύβει πολλά μυστικά και αποτελεί μία ολόκληρη μικρογραφία ενός πλέον ξεχασμένου πολιτισμού. Τα επίπεδα έχουν αποδοθεί με αρκετή ακρίβεια και δεν λείπουν οι λεπτομέρειες, ενώ αναμφίβολα το παιχνίδι δεν κουράζει ποτέ στο μάτι. Σε αυτό συνεισφέρει τα μέγιστα ο οπτικός τομέας, με τα γραφικά του παιχνιδιού να είναι απροσδόκητα καλά, για το μέγεθος της παραγωγής. Όμορφοι φωτισμοί, πολύ καλά μοντέλα χώρων και κατασκευών και ενδιαφέρουσα χρωματική παλέτα συνθέτουν αρκετά όμορφα σκηνικά. Σε συνδυασμό με τον πολύ καλό ήχο, ο τίτλος καταφέρνει να χτίσει μία εξαιρετική ατμόσφαιρα καθ’ όλη την τρίωρη διάρκεια του. Θα τολμούσαμε να πούμε πως ανά σημεία η περιήγηση κάτω από το έδαφος μας θυμίζει την αντίστοιχη υποβρύχια της Rapture στο BioShock, αλλά χωρίς να βαδίζουμε σε horror μονοπάτια. Δυστυχώς, κάπου εδώ, το παιχνίδι αρχίζει να στερεύει από προτερήματα…
Το σενάριο του παιχνιδιού είναι αρκετά ενδιαφέρον, ιδιαίτερα όσο ο Szymon κατέρχεται στο bunker. Το κάθε επίπεδο αυτού αντιπροσωπεύει και ένα από τα 5 στάδια του πένθους, σε μία ευπρόσδεκτη πινελιά. Δυστυχώς, το studio έχει επιλέξει πολύ συμβατικούς και διόλου θελκτικούς τρόπους να διηγηθεί την ιστορία. Σημειώματα και audio logs “δίνουν και παίρνουν” και απαιτούν αρκετό διάβασμα και περίσσεια υπομονή από την πλευρά του παίκτη. Σίγουρα, κάποια από αυτά δίνουν αρκετές πληροφορίες για το background των επιχειρήσεων των Ναζί, αναπτύσσοντας ένα πολύ ενδιαφέρον lore, αλλά από ένα σημείο κι έπειτα δεν αξίζει τον κόπο. Ο βασικός τρόπος αφήγησης όμως είναι παρμένος απευθείας από το Firewatch, με τον Szymon να επικοινωνεί με τη μυστηριώδη Ewa, η οποία τον καθοδηγεί και τον βοηθά στην κατάβαση του.
Παρότι η αλληλεπίδραση μεταξύ τους παρουσιάζει ένα κάποιο ενδιαφέρον, το voice acting είναι κατώτερο των προσδοκιών και δεν επιτρέπει στον παίκτη να επενδύσει τα μέγιστα, συναισθηματικά. Ποτέ η γραφή της μεταξύ τους σχέσης δεν πιάνει επίπεδα Firewatch, κάτι που δεν μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Προς το τέλος του παιχνιδιού, μας δίνονται κάποιες ηθικές επιλογές που αφορούν τη σχέση των 2, αλλά είναι επιλογές που έχουμε αναγκαστεί ξανά να κάνουμε στο παρελθόν και δεν πείθουν ιδιαίτερα. Το ίδιο ισχύει και με τις επιλογές μας στους διαλόγους, οι οποίες σε κανένα σημείο ( ίσως εκτός ενός ) δεν επηρεάζουν το τι θα κάνουμε στη συνέχεια. Γενικότερα, το ενδιαφέρον σενάριο καταρρέει λόγω των διαφόρων συμβάσεων που φέρνει μαζί του το genre που υπηρετεί το Paradise Lost.
Το παιχνίδι ανήκει στην κατηγορία των walking simulators πρώτου προσώπου. Με λίγα λόγια, ο παίκτης προχωρά σε μία ορισμένη διαδρομή και βλέπει μία ιστορία να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του, χωρίς να μπορεί να την επηρεάσει άμεσα. Αυτό, δυστυχώς, εάν δεν γίνει με κάποιον ιδιαίτερα πετυχημένο τρόπο ( What Remains of Edith Finch ) πλέον φαντάζει παρωχημένο εν έτει 2021. Η αλήθεια είναι πως στην περίπτωση μας το gameplay είναι ελάχιστο και περιορίζεται στο πάτημα κουμπιών ή στο άνοιγμα μίας πόρτας. Οι gameplay μηχανισμοί λάμπουν διά της απουσίας τους και ακόμα και οι 2 προαναφερθείσες ενέργειες απαιτούν περισσότερες κινήσεις απ’ ό,τι θα έπρεπε. Σε κάποια σημεία απαιτείται η αναζήτηση αντικειμένων για να μας επιτραπεί η πρόοδος, αλλά και αυτά είναι συνήθως μπροστά στα μάτια μας.
Επιπροσθέτως, τα πανέμορφα περιβάλλοντα υψηλής αισθητικής του τίτλου πάνε στράφι, αφού δεν μας δίνεται ποτέ η ευκαιρία για ουσιαστική εξερεύνηση και η περιφορά μας στο χώρο είναι υπέρ του δέοντος γραμμική. Ακόμη και τις φορές που παραστρατήσαμε λίγο, το μόνο που πετύχαμε ήταν να βρούμε 2-3 γράμματα παραπάνω, αλλά ακόμη κι αυτό δεν ενθαρρύνεται ποτέ από το ίδιο το παιχνίδι. Ο λόγος είναι η απίστευτα αργή κίνηση του Szymon, η οποία πραγματικά δεν αποσκοπεί πουθενά. Θεωρούμε αυτονόητη την ύπαρξη μίας λειτουργίας τρεξίματος κι εδώ δεν τη βλέπουμε. Ειδικά σε μεγάλους χώρους, με πολλά δωμάτια, δεινοπαθήσαμε. Η γενικότερη αίσθηση που μας αφήνει η ιστορία του Szymon στο τέλος είναι πως θα είχε πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο, εάν το παιχνίδι μας άφηνε να πάρουμε κάποιες πρωτοβουλίες ή εάν έστω είχε εντάξει κάποιους ουσιαστικούς γρίφους στη δομή του.
Το Paradise Lost είναι ένα παιχνίδι με ορισμένες κρυμμένες αρετές, οι οποίες όμως σε καμία περίπτωση δεν αρκούν για να το κάνουν να ξεχωρίσει. Αποτελεί μία τίμια προσπάθεια ενός genre που έχει αρχίσει εδώ και καιρό να φαντάζει παρωχημένο. Δανείζεται στοιχεία από πολύ πετυχημένα παιχνίδια των τελευταίων ετών, όμως αδυνατεί να τα δέσει αρμονικά και να τα αξιοποιήσει. Εάν η PolyAmorous είχε επενδύσει στο gameplay και είχε βρει πιο πετυχημένους τρόπους να διηγηθεί την αξιόλογη ιστορία του, τότε θα ξεκινούσαμε από διαφορετική αφετηρία. Το Paradise Lost δεν είναι χάσιμο χρόνου, αλλά σίγουρα υπάρχουν και πιο αξιόλογες προτάσεις εκεί έξω.