To OVERDARK της NoxNoctis βασίζεται στο σύμπαν του Do Not Open, ενός Horror που κυκλοφόρησε το 2022 στο PS4 και φιλοδοξεί να γίνει ανθολογία. Η φιλοσοφία του Do Not Open δε διαφέρει από αυτή ενός escapre room όπου ο παίκτης μέσα από μια first person προοπτική προσπαθεί να λύσει γρίφους και να δραπετεύσει. Το OVERDARK ενστερνίζεται την ίδια αυτή φιλοσοφία μέσα από μια VR προοπτική.
Έτσι η ιστορία μας βρίσκει στο ρόλο του George Foster που αναζητάει τον εξαφανισμένο του φίλο Mike Goreng, την κόρη και τη σύζυγό του, στην οικογενειακή τους έπαυλη στη Meryland των Η.Π.Α.. O Goreng είναι ζωολόγος και κληρονόμησε την έπαυλη από αυτόχειρα συγγενή του. Παράλληλα, ένας ιός αρχίζει να εξαπλώνεται παγκοσμίως ενώ η έπαυλη είναι γεμάτη από μια απόκοσμη μούχλα που εμποδίζει την είσοδό μας από ορισμένα σημεία της. Ασφαλώς όλο αυτό το μείγμα παίρνει σύντομα μια horror χροιά με πινελιές μεταφυσικού και βουντού μαγείας.
Έτσι η έπαυλη ζωντανεύει και μας καλεί να αποκαλύψουμε τα μυστικά της. Οι γρίφοι είναι σχετικά απλοί. Θα πρέπει να βρούμε κλειδιά και αντικείμενα, να τα τοποθετήσουμε στα σημεία που πρέπει και να μας ξεκλειδώσουν πόρτες ή άλλα αντικείμενα για να συνεχίσουμε. Ωστόσο απαιτείται μια παρατηρητικότητα με το backtrackng να είναι στο επίκεντρο χωρίς σε καμία περίπτωση να κουράζει. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν διάσπαρτα save points σε κοντινά σημεία αλλά και autosave σε κάποια κομβικά σημεία. Παράλληλα η έπαυλη δείχνει σχετικά μικρή και είναι χωρισμένη σε δωμάτια με διαφορετικές θεματικές. Έτσι δε χανόμασταν εύκολα και δε μας προβλημάτισε καθόλου η μη ύπαρξη ενός χάρτη. Στη κατοχή μας έχουμε -κλασικά- έναν φακό και στα θετικά είναι ότι δε θα πρέπει να ψάχνουμε για μπαταρίες. Παράλληλα στο παιχνίδι μπορούμε να καταναλώσουμε αναψυκτικά που βρίσκουμε για να ανεβάσουμε stamina. Αυτό παίζει κάποιο ρόλο κατά την αναμέτρησή μας με τους εχθρούς ή μάλλον τον εχθρό.
Συγκεκριμένα αυτός αρχικά είναι ένας και μοναδικός και δεν είναι άλλος από τον φίλο που υποτίθεται πως αναζητούμε και που έχει μετατραπεί σε ένα δαιμονισμένο ον. Θα τον συναντήσουμε στα πρώτα μόλις λεπτά του παιχνιδιού. Ωστόσο το μόνο που θα κληθούμε να κάνουμε είναι να μείνουμε ακίνητοι αν μας κοιτάει, να κινούμαστε πολύ αργά αν μας έχει γυρίσει την πλάτη ή να τρέξουμε γρήγορα αν μας καταδιώκει (εδώ παίζει ρόλο και η stamina). Δεν είναι και πολύ ευχάριστος μηχανισμός και ευτυχώς υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία που εμφανίζεται και δε μας καταδιώκει σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Όμως τα περιβάλλοντα και οι εξαιρετικά ανατριχιαστικοί ήχοι είναι αυτά που πραγματικά μας στοίχειωσαν και μας έκαναν να βγάλουμε αρκετές φορές το κράνος μας ή να κλείσουμε τα μάτια μας.
Οι εντυπώσεις μας από τα γραφικά του παιχνιδιού είναι ανάμεικτες. Η απεικόνιση των κλειστών χώρων, επίπλων, δωματίων και αντικειμένων είναι αρκετά καλή ενώ ο φωτισμός αν και στατικός βοηθάει επίσης στο απόκοσμο κλίμα. Υπάρχουν ωστόσο και ορισμένα σημεία όπου εντοπίσαμε κακοφτιαγμένα textures, άτσαλα physics αλλά και κάποια προβληματικά loading screens όπου η οθόνη για αρκετή ώρα ήταν απλώς μαύρη. Το μεγαλύτερο όμως αρνητικό σε αυτό το κομμάτι ήταν τα animation του εχθρού που είναι “ξύλινο”. To ίδιο ισχύει και για το animation και το voice acting των όποιων NPCs συναντάμε.
Στα του χειρισμού τώρα, υπάρχει στη ουσία η κανονική κίνηση στο χώρο με τα Sense Controllers. Όταν στρίβαμε μας προξενούσε ζάλη και έτσι επιλέξαμε την αποσπασματική στροφή 45 μοιρών. Από κει και πέρα κουμπιά υπάρχουν για το inventory σας, το σκύψιμο και το τρέξιμο. Όλα τα υπόλοιπα γίνονται με την φυσική κίνηση των χεριών σας.
Γενικά όλα είναι στημένα μέσα στο παιχνίδι με έναν τρόπο που να θέλετε να επιστρέφετε σε αυτό. Ήταν από τις λίγες φορές που είχαμε το PS VR2 σε λειτουργία για μια ώρα συνεχόμενα χωρίς διάλλειμα. Η διάρκειά του ανέρχεται στις 4.30 περίπου ώρες και είναι ικανοποιητική, ειδικά αν θέλουμε να βάλουμε στην εξίσωση και την τιμή στην οποία προσφέρεται.
Τέλος θα θέλαμε να μείνουμε σε ένα θέμα ακόμη. Το παιχνίδι δείχνει αρχικά τουλάχιστον να είναι φανερά επηρεασμένο από το πρώτο κεφάλαιο του Resident Evil 7. Η είσοδός μας στην έπαυλη από το υπόγειο, το κυνηγητό με τον πατέρα της οικογένειας, ακόμη και η απόκοσμη μούχλα θυμίζουν Resident Evil. Όσο όμως εξελίσσεται αποκτά την δικιά του ταυτότητα και έχει την δικιά του ιστορία να μας διηγηθεί.
Το OVRDARK είναι μια εμπειρία που σίγουρα δε πρέπει να χάσετε και θα πρέπει με την πρώτη ευκαιρία να δοκιμάσετε. Οι επιρροές του από το Resident Evil είναι εμφανείς και τελικά έχουν θετικό πρόσημο καθόσον το παιχνίδια στη πορεία αποκτάει τη δική του ταυτότητα. Τα όποια προβλήματα σε γραφικά και έλεγχο δε θα σας αποτρέψουν από την προσπάθειά σας να ξετυλίξετε το κουβάρι και τελικά να αποδράσετε (?) από την έπαυλη.