Η τεράστια αγάπη μου στα First Person Shooter και ακόμα πιο συγκεκριμένα στα Boomer Shooter, δεν περιγράφεται. Αν θυμάστε καλά, προσθέτοντας έναν roguelike χαρακτήρα και Heavy Metal μουσική, πήραμε το πολύ καλό πριν από ένα έτος, BPM: Bullets Per Minute. Ιδιαιτερότητα του, το σύστημα μάχης κατά το οποίο έπρεπε να βαράμε μαζί με τον ρυθμό, αν θέλαμε να είχαν οι σφαίρες μας κάποιο αποτέλεσμα. Εμπνευσμένο από αυτό λοιπόν, είναι και το νεότατο Metal: Hellsinger. Ένας τίτλος βιβλικών προδιαγραφών που παίρνει την γενική ιδέα, επικεντρώνεται σε μια πιο στιβαρή gameplay λούπα και χρησιμοποιεί τη δύναμη της “βαριάς” μουσικής, για να αφήσει το στίγμα του. Θα τα καταφέρει; Για να δούμε!

H ιστορία του παιχνιδιού μας βρίσκει στα παπούτσια της Uknown. Μιας μυστηριώδης φιγούρα που ζητά εκδίκηση από τον δικαστή των οχτώ κολάσεων, γιατί της έκλεψε την φωνή. Παρέα της βρίσκεται ο αφηγητής της ιστορίας, ένα κρανίο αλλά και όπλο ταυτόχρονα, ο Paz, τη φωνή του οποίου την κάνει ο πασίγνωστος πλέον Troy Baker. Μαζί, θα πολεμήσουν ενάντια στις ορδές της κόλασης, σε ένα σενάριο που τσεκάρει όλα τα στοιχειώδη σημεία στο είδος του, αλλά καταφέρνει ταυτόχρονα στο τέλος να δώσει ένα ωραίο συναίσθημα κορύφωσης. Σε αυτό, βοηθά και η διάρκεια του τίτλου που δεν ξεπερνά το 6ωρο, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχει χρόνος και διάθεση για επανάληψη.
Συνεχίζοντας, ο εικαστικός τομέας του παιχνιδιού μας μαρτυρά τις ΑΑ καταβολές του. Τα γραφικά είναι πεντακάθαρα, με τα εφέ να κάνουν πάρτι στην οθόνη, χωρίς σχεδόν ποτέ να αποπροσανατολίζουν. Οι επιλογές μας είναι κλασικά δύο, ποιοτική εικόνα, ή 60 καρέ το δευτερόλεπτο, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια αισθητή διαφορά στην έκπτωση. Καταλαβαίνουμε όμως, ότι σε έναν τίτλο τέτοιας φύσης η πραγματική επιλογή μας είναι μια. Όσον αφορά την καλλιτεχνική διεύθυνση, αυτή έχει πιάσει το νόημα της κόλασης και τόσο η ηρωίδα μας, όσο και οι αντίπαλοι, καταφέρνουν να γίνουν σύντομα αναγνωρίσιμοι και είναι λες ξεπήδησαν από κάποιο Heavy Metal Album. Από την άλλη πλευρά, οι πίστες που θα μετακινηθούμε, χαρακτηρίζονται από ευθεία μονοπάτια που ενώνονται από μεγάλες αρένες, μέχρι να καταλήξουμε στο τελικό boss της πίστας. Από τη μια, ενώ τα τοπία που συνοδεύουν την εκάστοτε κόλαση φανερώνουν έναν επιβλητικό και διεστραμμένο χαρακτήρα, από την άλλη θα μπορούσαμε να έχουμε λίγη περισσότερη ποικιλία στον ίδιο σχεδιασμό τον επιπέδων. Που χρόνος όμως να τα παρατηρήσετε μέσα στη φρενήρη δράση;

Κάνοντας μια εξαίρεση, θα αναφερθούμε στο gameplay του τίτλου και το πως “παίζει” συνολικά, διότι είναι και το μεταβατικό κομμάτι για τον ηχητικό του τομέα. Έναν τομέα που -spoilers- παίζει τεράστιο ρόλο στην gameplay λούπα του Hellsinger. Για όσους θυμούνται το BPM: Bullets Per Minute, η ιδιαιτερότητα του τίτλου ήταν ότι έπρεπε να πατάμε τη σκανδάλη του χειριστηρίου παράλληλα με το οπτικό ερέθισμα του μετρονόμου του εκάστοτε κομματιού. Αν χάναμε ένα beat (χτύπο), τότε το όπλο δεν πυροβολούσε και ο μετρητής combo έπεφτε στο μηδέν. Το παιχνίδι μας κρατάει αυτή την αρχή, με τη διαφορά ότι κάθε χτύπημα (ακόμα και εκτός του ρυθμού) εκτελείται, όμως κάνει μικρότερη ζημιά. Όσο πιο κοντά είμαστε στον ρυθμό, τόσο καλύτερο το αποτέλεσμα, το οποίο μεγεθύνεται επίσης από την ικανότητα να παίζουμε σταθερά πάνω στο κομμάτι και να ανεβάζουμε τον πολλαπλασιαστή του high score μας. Όσο ανεβάζουμε το high score, προστίθενται παράλληλα όργανα στο κομμάτι που παίζουμε στην οθόνη μας, έως ότου μπουν και τα φωνητικά και απογειωθεί η εμπειρία μας στο έπακρο.
Δεδομένου ότι όλα αυτά ακούγονται άκρως πολύπλοκα, στην πραγματικότητα είναι το μοναδικό πράγμα που απασχολεί την gameplay λούπα μας. Αυτό έχει κάποια θετικά και αρνητικά στοιχεία. Ξεκινώντας από τα καλά της όλης υπόθεσης, το Hellsinger καταφέρνει και γίνεται άκρως εθιστικό, καθώς καταφέρνει και προσθέτει σταδιακά μια ποικιλία στα όπλα και τον τρόπο που τα χειριζόμαστε. Όταν συνηθίσουμε το σύστημα με τον ρυθμό, κατανοούμε ότι κάθε μας κίνηση δημιουργεί ένα είδος χορογραφίας, σαν ταινία δράσης, που κλιμακώνεται σε ένα πανέμορφο συναίσθημα από πλευράς του παίχτη. Σε αυτό βοηθούν, τόσο οι αρένες με τον σχεδιασμό τους και τους διάφορους συνδυασμούς αντιπάλων, όσο και τα όπλα και οι ικανότητες που ξεκλειδώνουμε, δίνοντας μας επιλογές για την διευθέτηση τους. Σε αυτό συμβάλει και η δομή της ιστορίας που είναι γραμμική, άρα μας δίνει έναν στόχο ολοκλήρωσης, αλλά και ο πίνακας με τα online high scores, που σε συνδυασμό με τις μικρές σχετικά πίστες ενθαρρύνει το ανταγωνιστικό πνεύμα.
Κεντρικός πυλώνας στον εθισμό μας είναι η μουσική. Αυτή αποτελεί το άλφα και το ωμέγα της εμπειρίας του Metal: Ηellsinger και η δουλειά που έχει γίνει είναι ανεπανάληπτη. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι το OST του παιχνιδιού είναι ένας ύμνος σε όλο το φάσμα της μέταλ μουσικής και όχι άδικα, αφού τα τραγούδια που πλαισιώνουν την εμπειρία έχουν την συμμετοχή μερικών από των ποιων σπουδαίων καλλιτεχνών του είδους. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τους Serj Tankian από System of a Down, Mikael Stanne από Dark Tranquility, Randy Blythe από Lamb of God και Alissa White-Gluz από Archenemy. Tα κομμάτια έχουν πολλά ατμοσφαιρικά death και heavy στοιχεία κυρίως, χωρίς όμως να υπολείπονται τεχνικότητας. Επίσης, δεν διατηρούν όλα τον ίδιο ρυθμό, που σημαίνει ότι κάθε πίστα είναι κομματάκι διαφορετική για τον παίχτη. Πέρα από αυτό, ο υπόλοιπος ηχητικό τομέας στέκεται αξιοπρεπώς, με την ηθοποιία να γίνεται κυρίως από τους Troy Baker και Jennifer Hale, ενώ τα όπλα έχουν την ανάλογη αίσθηση στον ήχο, παράλληλα με μια διακριτική απτική ανάδραση που μας καθορίζει τον ρυθμό.

Για να λέμε βέβαια του λόγου το αληθές, δεν είναι τα πάντα ρόδινα. Μεγάλο μειονέκτημα του τίτλου αποτελεί η παρουσία τoυ τελικού boss σε κάθε επίπεδο, πλην όμως του τελευταίου. Αυτά πρόκεινται για το ίδιο boss με μια χρωματική παραλλαγή να ταιριάζει στο είδος του επιπέδου και μια δύο έξτρα κινήσεις. Φάνηκαν περισσότερο να ταιριάζουν σε έναν τίτλο σαν το Returnal και χρειάζονται αρκετή ζημιά για να “πέσουν” κάνοντας μας να νιώθουμε ότι χάνουμε τον χρόνο μας. Ένα δεύτερο μειονέκτημα είναι ότι τα επίπεδα δεν έχουν πολλά να προσφέρουν στο θέμα της περιπλάνησης. Είναι αυτό που είναι, χωρίς έξτρα πράγματα και μυστικά, αποτελούμενα πολλές φορές από μουντούς διαδρόμους μέχρι το επόμενο ενδιαφέρον σημείο. Θα μπορούσε να είχε μπει κάτι παροδικό ανάμεσα, για να προκαλέσει μια μικρή ανάσα, ή/και αλλαγή στον ρυθμό. Μικρές ατασθαλίες, που χαλάνε μια πολύ καλή εικόνα.
Κλείνοντας, το Metal: Hellsinger καταφέρνει το ακατόρθωτο. Ανυψώνει το νεοφερμένο είδος των Rythmic FPS (μια παραλλαγή των Boomer Shooter βασικά) σε νέα επίπεδα, δείχνοντας ότι υπάρχει κάτι καλό για τους απανταχού δημιουργούς. Παράλληλα, καταφέρνει να είναι ένας ύμνος, μια γιορτή στη μέταλ σκηνή, ενώ κάποιοι θα μπορούσαν να πουν ότι αγοράζετε ένα άλμπουμ που εμπεριέχει ένα παιχνίδι. Είναι τέτοια η δομή και ο arcade χαρακτήρας του, που παρουσιάζει κάτι τελείως παλιακό, υπό ένα νέο και φρέσκο πρίσμα. Μια πολύ όμορφη έκπληξη για φέτος, που μπορεί να μην είναι η αιτία για κάτι τελείως καινούργιο, πρωτοπορεί όμως στο θέμα της αντίληψης, του να δημιουργείς έναν καλά στοχευμένο τίτλο. Η ομάδα της The Outsiders αξίζει για αυτό συγχαρητήρια!
Ευχαριστούμε πολύ τη Funcom για την διάθεση του παιχνιδιού, για τις ανάγκες της κριτικής.














