Το Lost Soul Aside είναι ένα project που ξεκίνησε από έναν και μόνο άνθρωπο, το μακρινό 2014. Από το 2017, το PlayStation εντόπισε το παιχνίδι και κατάφερε να το εντάξει στο γνωστό China Hero Project που τρέχει στη χώρα, αναλαμβάνοντας και τη διανομή του. Αυτό φυσικά οδήγησε στη διεύρυνση της κλίμακας του τίτλου, αλλά και σε αυξημένες προσδοκίες γύρω από κάθε του εμφάνιση. Πλέον, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως το παιχνίδι δεν καταφέρνει να κρύψει τις indie καταβολές του κάτω από το φανταχτερό επίπεδο της παραγωγής του. Και όχι με τη θετική έννοια.
Δεν χωρά αμφιβολία, οι πρώτες ώρες του Lost Soul Aside είναι και το χειρότερο κομμάτι του. Σίγουρα παίζει ρόλο το γεγονός πως σε αυτά τα πρώτα κεφάλαια ο τίτλος πασχίζει να στήσει το σενάριο του, για το οποίο ειλικρινά δεν έχω λόγια. Πρόκειται για ένα χιλιοπαιγμένο σκηνικό με έναν πόλεμο μεταξύ Empire και Rebels, κάτι μαγικές οντότητες από το παρελθόν και έναν πρωταγωνιστή που παλεύει μέσα σ’ όλα να σώσει ένα αγαπημένο του πρόσωπο. Οι φορές που έχω κάνει skip διαλόγους σε παιχνίδια μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού και εδώ συνέβη ακριβώς αυτό. Ο τρόπος που είναι γραμμένη η ιστορία, οι ενοχλητικοί χαρακτήρες που μιλάνε συνέχεια και επαναλαμβάνουν κάτι γενικότητες για μαγεία και κοινωνικές ανισότητες, δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος να χάσει τα λογικά του. Προσθέστε σε αυτά ένα απαράδεκτο “αγγλικό” voice acting και οι συνομιλίες ειλικρινά δεν παλεύονται. Γυρνώντας τη γλώσσα στα Ιαπωνικά, το σκηνικό βελτιώθηκε λίγο.
Αναμενόμενα, ο πρόλογος και το πρώτο κεφάλαιο πάσχουν επίσης από το γεγονός πως το σύστημα μάχης δεν έχει αρχίσει να παίρνει τα πάνω του. Εκ πρώτης όψεως, η μάχη είναι διαδικαστική υπόθεση και οι 2 τύποι χτυπημάτων με σπαθί δεν ενθουσιάζουν κανέναν. Όσο οι ώρες περνάνε όμως, αντιλαμβανόμαστε πως έχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικά πληθωρικό σύστημα μάχης, που περιλαμβάνει 4 διαφορετικούς τύπους όπλων, melee και ranged επιθέσεις, άπλετα combos, αναβαθμίσεις στα ίδια τα όπλα, αλλά και τα skills, crafting, επιλογή μαγικών ιδιοτήτων κ.α. Καμία ιδιαίτερη πρωτοτυπία δεν συναντάται εδώ, αλλά δεν χρειάζεται κιόλας, αφού τουλάχιστον ό,τι αφορά το combat λειτουργεί στην εντέλεια. Προσθέστε στα παραπάνω, κάποια εντυπωσιακά bosses που κάνουν δειλά – δειλά την εμφάνιση τους και δύσκολα θα βαρεθείτε το “ξύλο” που έχει να προσφέρει ο τίτλος. Μόνο μας παράπονο το γεγονός πως οι μάχες με bots είναι πιο συχνές απ’ ό,τι πρέπει, ενώ κάποια boss fights έχουν παραπάνω φάσεις από το φυσιολογικό. Γενικώς βέβαια, ο τίτλος δεν θα έπρεπε να διαρκεί 22 ολόκληρες ώρες, τουλάχιστον ένα 6ωρο θα μπορούσε να λείπει.
Ίσως να αναρωτιέστε τι μπορείτε να κάνετε όσο δεν μακελεύετε εχθρούς. Η απάντηση είναι “όχι και πολλά”. Το παιχνίδι είναι εντελώς γραμμικό, με κάθε διάδρομο να οδηγεί απλώς στο επόμενο γιγάντιο πεδίο μάχης, σαν κάτι που θα βλέπαμε σε έναν τίτλο που κυκλοφόρησε πριν 2 γενιές κονσολών, ενώ γενικώς όλο το παιχνίδι διέπεται από αυτή τη “retro” αίσθηση. Από τα απότομα cuts κάθε φορά που προσπαθούμε να μιλήσουμε σε κάποιον NPC, μέχρι τους αόρατους τοίχους που περιβάλλουν κάθε μάχη και κάποια εντελώς άβολα animations από μετριότατα σχεδιασμένα μοντέλα χαρακτήρων, είναι εμφανές πως η κλίμακα του τίτλου “τραβήχτηκε” απότομα για να ταιριάζει στο 2025, κάτι που μάλλον δεν λειτουργεί υπέρ του. Εάν θέλετε σώνει και ντε να κάνετε κι άλλα πράγματα πέρα από το να πολεμάτε, οι developers σας προσφέρουν κάποια “μυστικά” δωμάτια με μικρές ανταμοιβές, κάποια εντελώς ανέμπνευστα τμήματα platforming και μερικούς γρίφους που υπάρχουν απλώς για να υπάρχουν. Ας πούμε πως έχετε καταλάβει ήδη τι θα παίξετε.
Η εμπλοκή της Sony στην παραγωγή δεν περνά εντελώς απαρατήρητη, αφού γενικώς έχουμε να κάνουμε με ένα αρκετά όμορφο παιχνίδι. Προς έκπληξη μας, τα περιβάλλοντα εναλλάσσονται αρκετά και προσφέρουν μία ικανοποιητική οπτική ποικιλία, αν και κάνει “μπαμ” πως αποτελούν απλά background και δεν θυμίζουν δυναμικούς, ζωντανούς κόσμους, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ευκαιρία για αλληλεπίδραση. Ο τίτλος εκμεταλλεύεται το PlayStation 5 Pro, προσφέροντας τα Performance Pro και Quality Pro modes γραφικων, με το πρώτο εξ’ αυτών να συστήνεται με ευκολία, λόγω της fast-paced λογικής του παιχνιδιού. Ιδιαίτερη μνεία πιστεύω πως αξίζει μερίδα των cinematics του τίτλου, ιδίως στο δεύτερο μισό της ιστορίας, που καταφέρνουν να θυμίσουν μία AAA παραγωγή, έστω και φευγαλέα. Πρόκειται φυσικά για μία από τις περιπτώσεις που ευχαρίστως θα θυσιάζαμε την επιδίωξη οπτικού εντυπωσιασμού, προς όφελος του game design της εμπειρίας.
Συνοπτικά, το Lost Soul Aside προτείνεται μόνο στους φανατικούς των hack n’ slash, που ζούνε και αναπνέουν για να εξολοθρεύουν ορδές εχθρών με τη λεπίδα τους. Το παιχνίδι εξαρτάται πλήρως από το πόσο καλά θα “σας κάτσει” το σύστημα μάχης του, αφού από εκεί και πέρα έχει ελάχιστα να προσφέρει. Ο τίτλος είναι στημένος σαν μία παραγωγή του PlayStation 3 και ελάχιστα θυμίζει ένα AAA του 2025. Μαντεύουμε πως οι ανυπόφορες πρώτες ώρες του θα αποτελέσουν “θηλιά” στο λαιμό του και λίγοι θα δούνε τα εντυπωσιακά σκηνικά που επιφυλάσσει το δεύτερο μισό του.