Ακούγεται σαν ψέμα, αλλά το Life is Strange 2 ολοκληρώθηκε πριν λίγες μέρες, με την κυκλοφορία του πέμπτου και τελευταίου επεισοδίου, Wolves. Με τα 5 επεισόδια να κυκλοφορούν σε διάστημα άνω του ενός έτους, η Dontnod ανάγκασε τα επεισόδια της συγκεκριμένης σεζόν να κυκλοφορούν κάτω από το ραντάρ των περισσοτέρων, χαμένα κάπου ανάμεσα στις μεγάλες κυκλοφορίες της χρονιάς. Φυσικά, μπορείτε να βρείτε τα reviews για κάθε ένα από τα 4 προηγούμενα επεισόδια της σεζόν με μία απλή αναζήτηση στο PSaddict.gr, ενώ το παρόν κείμενο αποτελεί μία συνολική αποτίμηση των όσων καταφέρνει το Life is Strange 2, με μικρές, spoiler-free, αναφορές στα τεκταινόμενα του φινάλε.
Η ιστορία του Life is Strange 2 περιστρέφεται γύρω από 2 αδέρφια. Τον μεγάλο αδερφό, Sean, τον οποίο χειρίζεται και ο παίκτης και τον μικρούλη Daniel. Τα 2 αδέρφια, που κατάγονται από το Μεξικό, ζούνε με τον πατέρα τους στην Αμερική, έχοντας μία άκρως φυσιολογικήζωή, μέχρι που μία μέρα ένα τρομερό ατύχημα, εξαιτίας των – μέχρι πρότινος άγνωστων – υπερφυσικών δυνάμεων του Daniel, έχει ως αποτέλεσμα να αναγκαστούν να αφήσουν το σπίτι τους και να αναζητήσουν μόνα τους την τύχη τους, σε ένα άκρως αφιλόξενο περιβάλλον. Το σενάριο του Life is Strange 2 είναι πολύ ενδιαφέρον καθ’ όλη τη διάρκεια των 5 επεισοδίων, ενώ μάλιστα παρουσιάζει τρομερή συνέπεια, χωρίς να παρουσιάζει κενά ή άσκοπα άλματα στην πλοκή. Η Dontnod τόλμησε να καταπιαστεί με πολύ σημαντικά ζητήματα και το πράττει με εξαιρετική λεπτότητα και ευαισθησία απέναντι σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Η σεξουαλικότητα, εφηβική και μη, η κατάχρηση αστυνομικής εξουσίας, τα ναρκωτικά και η παράνομη καλλιέργεια τους και φυσικά στο επίκεντρο όλων ο ρατσισμός, σε μία Αμερική που φέρει τρομερές ομοιότητες με το τρέχον πολιτικό σκηνικό και τις ενέργειες του Donald Trump, είναι ζητήματα που απαιτούν ειδική διαχείριση και το studio τα καταφέρνει περίφημα. Το μόνο βασικό ζήτημα της αφήγησης είναι το pacing, αφού ενώ κάποια επεισόδια έχουν λίγες ουσιαστικές εξελίξεις, κάποια άλλα είναι φορτωμένα όσο δεν πάει και ο ρυθμός της αφήγησης καταλήγει να είναι αρκετά unbalanced, χωρίς βέβαια να επιβαρύνει ιδιαίτερα το υψηλότατο αφηγηματικό επίπεδο στο οποίο μας έχει συνηθίσει η Dontnod και κάνει την παρουσία του αισθητή ΚΑΙ εδώ.
Προφανώς, το καλογραμμένο σενάριο δεν θα μπορούσε να σταθεί μόνο του, χωρίς την υποστήριξη ενός δυναμικού διδύμου πρωταγωνιστών και το Life is Strange 2 τα πηγαίνει εξαιρετικά και σε αυτόν τον τομέα. Η σχέση που συνεχώς αναπτύσσεται – αλλά και δοκιμάζεται – μεταξύ των 2 αδερφών έχει τεράστια δυναμική, με τους Sean και Daniel να έχουν προσωπικότητες που συνεχώς αναπτύσσονται. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, οι επιλογές που κάνει ο Sean επηρεάζουν τη συμπεριφορά του μικρού Daniel, ο οποίος φυσικά και επηρεάζεται από τον μεγάλο του αδερφό, τον άνθρωπο που ουσιαστικά αποτελεί το πρότυπο του. Θέτοντας το απλά, οι επιλογές του ίδιου του παίκτη παίρνουν σάρκα και οστά στο πρόσωπο του Daniel, μακροπρόθεσμα ή βραχυπρόθεσμα και τον αναγκάζουν να “μπει στα παπούτσια του Sean” για τα καλά, με το αντίκτυπο των πράξεων του, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν δείχνει τέτοιο, να είναι μεγάλο. Ειδικά όσον αφορά την τιθάσσευση των δυνάμεων του Daniel, η ευθύνη του Sean (και του παίκτη) είναι τεράστια, αφού πρόκειται για μία κατάσταση που μπορεί εύκολα να ξεφύγει, με μοιραία αποτελέσματα. Ο μικρός, όσο προχωρά η ιστορία διαμορφώνει τη δική του προσωπικότητα και μέχρι το τέλος αποτελεί ένα αυτόνομο ον και όχι ένα απλό φερέφωνο του Sean, κάτι που δημιουργεί απρόβλεπτες καταστάσεις. Παρά την εξαιρετική ανάπτυξη των προσωπικοτήτων των 2 αδερφών, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για αρκετούς υποστηρικτικούς χαρακτήρες, που τα παιδιά συναντούν στο δρόμο τους. Παρότι αρκετοί από αυτούς παρουσιάζουν τρομερό ενδιαφέρον και μάλιστα αναπτύσσουν αμέσως δυναμική σχέση με τους Sean και Daniel, το παιχνίδι τους χρησιμοποιεί απλώς για να προχωρήσει την ιστορία και έπειτα τους εξαφανίζει ξαφνικά, κλείνοντας την παρουσία τους με ένα γράμμα, ένα ραβασάκι, κάποιου είδους exposition κλπ. Θα προτιμούσαμε αυτοί οι χαρακτήρες να μην παρουσιάζονται ως απλά stepping stones, αφού οι περισσότεροι εξ’ αυτών έχουν ένα πολύ καλοστημένο background και θα μπορούσαν να συνεισφέρουν παραπάνω.
Αυτό που ίσως θα ξενίσει αρκετούς, πέρα από το πολύ λειτουργικό σύστημα διαλόγων και αποφάσεων, είναι η έλλειψη ουσιαστικού gameplay σε αρκετά σημεία του παιχνιδιού. Φυσικά, όσοι έχουν παίξει το πρώτο Life is Strange ή αντίστοιχα παιχνίδια που επικεντρώνονται στην αφήγηση, γνωρίζουν οτι το gameplay δεν είναι βασικός άξονας της εμπειρίας. Η διαφορά όμως με το πρώτο παιχνίδι του franchise έγκειται στο γεγονός οτι ο Sean, σε αντίθεση με τη Max, δεν έχει κάποιες ιδιαίτερες δυνάμεις στη διάθεση του κι έτσι έχει μικρότερη ουσιαστική συμμετοχή, αφού η χρήση των δυνάμεων του Daniel, όταν αυτό είναι εφικτό, λαμβάνει χώρα μέσω ενός απλού πατήματος του κουμπιού. Κατά τ’ άλλα, έχουμε το γνωστό interaction με ανθρώπους και αντικείμενα του περιβάλλοντος, την εξερεύνηση, την αναζήτηση κι εύρεση collectibles και ό,τι ακόμη αγαπήσαμε στο πρώτο παιχνίδι. Επιπλέον, μιας και υπήρξε η αναφορά στο πρώτο Life is Strange, αξίζει να τονιστεί οτι παρότι οι Max και Chloe έχουν φυσικά τη δική τους θέση στην καρδιά μας, η ιστορία των Daniel και Sean δεν έχει τίποτα να ζηλέψει, όσον αφορά τη συναισθηματική ανταμοιβή και το δέσιμο με τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες. Μάλιστα, η ιστορία των 2 παιδιών ξεφεύγει αρκετά από το teenage drama και κατά τη γνώμη του γραφόντος φέρνει στο επίκεντρο αρκετά πιο σημαντικά ζητήματα από τον προκάτοχο του. Ενδεικτικό αυτής της ποικιλίας στη θεματολογία είναι τα 5 (με διαφοροποιήσεις, 7) διαφορετικά endings που μπορεί κάποιος να πετύχει, βάσει των αποφάσεων που έχει λάβει κατά τη διάρκεια των 5 επεισοδίων, με τη συντριπτική πλειοψηφία εξ’ αυτών να κλείνουν ικανοποιητικότατα την ιστορία, χωρίς όμως να υπάρχει ξεκάθαρος διαχωρισμός καλού, μέτριου και κακού τέλους. Το Life is Strange 2 παραδειγματίζεται από την ίδια τη ζωή και αντιλαμβάνεται οτι τίποτα δεν είναι άσπρο ή μαύρο. Έτσι, λίγο – πολύ όλα τα τέλη είναι “γκρίζα“. Έτσι, παρότι η αλήθεια είναι πως το πέμπτο επεισόδιο είναι αρκετά προβλέψιμο, τα endings θα αφήσουν ικανοποιημένους τους περισσότερους.
Εξίσου ικανοποιημένοι δηλώνουμε επίσης από τον τεχνικό τομέα του Life is Strange 2. Παρότι τα πρώτα επεισόδια, το δεύτερο περισσότερο απ’ όλα, είχανε κάποια θέματα που αφορούσαν τα textures και το framerate, όσο τα επεισόδια προχωρούσαν, τόσο περισσότερο βλέπαμε οπτικές βελτιώσεις, ιδιαίτερα στο lip-syncing, η βελτίωση του οποίου “κάνει μπαμ”. Εντάξει, οι σχετικοί με τη σειρά αντιλλαμβάνονται οτι δεν θα δούνε κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, με τα ιδιαίτερα όμως γραφικά του Life is Strange να διατηρούν τη μαγεία που τα έκανε να ξεχωρίζουν. Τα περιβάλλοντα είναι καλοσχεδιασμένα και λεπτομερή, κάποια συγκεκριμένα τοπία είναι όντως πανέμορφα, ενώ τα μοντέλα των χαρακτήρων κρίνονται ως ικανοποιητικά, αναμένοντας φυσικά ακόμη καλύτερο τελικό αποτέλεσμα στο αναπόφευκτο Life is Strange 3(;). Ιδιαίτερη μνεία αξίζει επίσης στο – για ακόμη μία φορά – εξαιρετικό soundtrack του παιχνιδιού, έναν τομέα που όλο το franchise τα πηγαίνει περίφημα. Τα licensed κομμάτια πετυχαίνουν διάνα το σκοπό τους, κι ενώ είναι λιγότερα από αυτά του πρώτου Life is Strange, η άψογη χρήση του original theme του τίτλου έρχεται και αναπληρώνει άψογα το κενό. Άλλωστε, η παρουσία των soundtracks που συνοδεύουν τις δυνατές, αλλά και τις πιο ήπιες, στιγμές του LiS ήταν ανέκαθεν ένα μέσο εξύψωσης της αφήγησης, με τη μουσική που επιλέγει η Dontnod να έχει τις δικές της ιστορίες να διηγηθεί. Και το πράττει εξαιρετικά.
Συνοψίζοντας, το Life is Strange 2 συνεχίζει το εξαιρετικό σερί της Dontnod στην τρέχουσα γενιά κονσολών. Η ιστορία του Sean και του Daniel καταφέρνει να συγκινήσει, να προβληματίσει και να σταθεί πολύ άνετα δίπλα σε όσα βιώσαμε στο πρώτο παιχνίδι. Η ωριμότητα με την οποία καταπιάνεται με πολύ σημαντικά ζητήματα, καθώς και η ανάπτυξη της σχέσης μεταξύ των 2 πρωταγωνιστών είναι υποδειγματικές και σταυρώνουμε τα δάχτυλα μας, ελπίζοντας να έχουμε περισσότερες ιστορίες από το σύμπαν του Life is Strange στο (άμεσο) μέλλον. Φυσικά η Dontnod έχει αρκετά περιθώρια βελτίωσης, που ξεκινούν από την προσθήκη πιο ουσιαστικού gameplay και φτάνουν μέχρι τη συνέπεια του ρυθμού της αφήγησης. Ελπίζουμε μόνο, εφόσον το επεισοδιακό format συνεχιστεί, να υπάρχει μικρότερη αναμονή μεταξύ των επεισοδίων, καθώς το Life is Strange 2 “χάθηκε” σε κάποιο βαθμό κάτω από τις μεγάλες κυκλοφορίες της χρονιάς.