Ένα διάλειμμα. Αυτό ακριβώς είναι που πολλοί από εμάς χρειαζόμαστε. Ένα διάλειμμα από τους ασταμάτητους ρυθμούς της καθημερινότητας, ένα διάλειμμα από τη ρουτίνα, ένα διάλειμμα από τις υποχρεώσεις, κοινωνικές και μη. Σε πιο μικροσκοπικό επίπεδο, κάποιοι χρειαζόμαστε ένα παιχνίδι-διάλειμμα από τους μεγαλύτερους τίτλους που απαρτίζουν την κύρια ενασχόληση μας. Ξέρετε, ένα ολιγόωρο indie, που θα αποτελέσει μία ανάπαυλα ανάμεσα στο χάος των παιχνιδιών που περιλαμβάνουν φρενήρες gameplay ή μεγαλεπήβολα, larger-than-life concepts. Είτε σε μακροσκοπικό, είτε σε μικροσκοπικό επίπεδο, το Lake αποτελεί ακριβώς αυτό. Ένα διάλειμμα, που στις μέρες μας μπορεί να ισοδυναμεί και με ανάσα.
Η Meredith Weiss έχει μόλις ολοκληρώσει το μεγαλύτερο project της καριέρας της, δουλεύοντας ως προγραμματίστρια, με την ιστορία να μας να τοποθετείται στο 1986. Με τους γονείς της να αποφασίζουν να ταξιδέψουν στη Φλόριντα για 2 εβδομάδες, η πρωταγωνίστρια μας καλείται να επιστρέψει στη γενέτειρα της, το Providence Oaks του Oregon, αντικαθιστώντας τον πατέρα της ως ταχυδρόμος. Έτσι, αφήνει πίσω τη δουλειά της και τους ρυθμούς της μεγαλούπολης, ταξιδεύοντας στη μικρή επαρχιώτικη κωμόπολη, που είναι χτισμένη περιφερειακά μίας λίμνης, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του παιχνιδιού. Εκεί, παραδίδοντας δέματα και γράμματα, θα συναντήσει παλιούς γνώριμους και θα συνάψει νέες γνωριμίες με ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Θέλοντας να βοηθήσει τους πάντες, η Meredith θα βρεθεί στο επίκεντρο της ζωής του Providence Oaks, μία ζωή που διαφέρει παρά σάγγας από όσα έχει συνηθίσει. Αυτή ακριβώς η αποτύπωση της ζωής στην επαρχία είναι ένα από τα θέλγητρα του τίτλου, αφού ίσως ανασύρει τις μνήμες αρκετών όσων ασχοληθούν μαζί του, αν και ομολογουμένως η ζωή στην Αμερικάνικη επαρχία διαφέρει σημαντικά από αυτή στη δική μας.
Το σενάριο είναι πλήρως προσγειωμένο και οι περισσότερες καταστάσεις που θα συναντήσουμε εύκολα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η ιστορία κρατά το ενδιαφέρον μας, χωρίς πολλά-πολλά, με τους developers να μην καταφεύγουν σε περιττά tricks για να αυξήσουν το σασπένς. Η αφήγηση βασίζεται κυρίως στις αλληλεπιδράσεις της Meredith με τους υπόλοιπους κατοίκους, περιορίζεται όμως αρκετά από το μικρό budget στο οποίο φαίνεται να έχει χτιστεί ο τίτλος. Αρκετές σημαντικές σκηνές για την εξέλιξη των σχέσεων της πρωταγωνίστριας μας λαμβάνουν χώρα εκτός οθόνης, αφού προφανώς δεν υπήρχε το περιθώριο για κάτι παραπάνω. Η φαντασία του παίκτη αρκεί για να συνδέσει τα γεγονότα, όμως σίγουρα λίγη περισσότερη λεπτομέρεια θα συνείσφερε αρκετά στην ποικιλία της αφήγησης.
Gameplay-ακά μπορούμε να διαχωρίσουμε το παιχνίδι σε κάποιους βασικούς άξονες. Στο επίκεντρο όλων φυσικά είναι η οδήγηση ενός βαν, με το οποίο η Meredith παραδίδει γράμματα και δέματα στην περιοχή, κάθε πρωί επί 13 in-game μέρες. Έπειτα, σε τρίτο πάντα πρόσωπο, η πρωταγωνίστρια μας συνομιλεί με κατοίκους και ενίοτε ανακαλύπτει μυστικά της μικρής πόλης, κατά τη διάρκεια των παραδόσεων. Σειρά κάθε απόγευμα έχει κάποιο “ιδιαίτερο” σκηνικό, όπως δείπνο με τον συμπαθή ξυλοκόπο της περιοχής, εάν φυσικά έχετε αποδεχτεί την πρόσκληση του. Εννοείται πως όπως σε κάθε adventure που σέβεται τον εαυτό του, υπάρχουν επιλογές διαλόγων, που μεταβάλουν κυρίως το τέλος του παιχνιδιού, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στην πανεύκολη πλατίνα του. Δυστυχώς, οι διάλογοι δεν αλλάζουν ιδιαίτερα, ενώ και η πορεία έως το τέλος είναι πάνω-κάτω προκαθορισμένη.
Η ρουτίνα της παράδοσης πακέτων λειτουργεί πολύ καλά στο πρώτο μισό του παιχνιδιού, όπου γνωρίζουμε τους περισσότερους χαρακτήρες για πρώτη φορά και η καθημερινότητα κρύβει εκπλήξεις. Γρήγορα όμως, και εφόσον γνωρίσουμε το περιορισμένο, πλην ενδιαφέρον, καστ χαρακτήρων, δεν υπάρχει κανένας να παραλάβει τα πακέτα κι έτσι χάνεται μία μεγάλη ευκαιρία για περισσότερες γνωριμίες και ένα πιο ανεπτυγμένο σενάριο. Έτσι, τα πρωινά στην πόλη καταντούν όντως μία αναγκαστική ρουτίνα και ο παίκτης πρέπει να περιμένει τα απογεύματα για κάτι πιο ενδιαφέρον. Ακόμη και οι ίδιες οι σχέσεις με τους περισσότερους υποστηρικτικούς χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται ποτέ πλήρως και το παιχνίδι έχει ένα κάπως βιαστικό κλείσιμο, μην μπορώντας εν τέλει να ολοκληρώσει ικανοποιητικά όλα τα μέτωπα που ανοίγει.
Όπως ίσως έχετε ήδη αντιληφθεί, έχουμε να κάνουμε έναν τίτλο με αρκετές φιλοδοξίες, αλλά και περιορισμούς που δεν το αφήνουν να λάμψει. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τα τεχνικά του πράγματος. Από τη μία, το όμορφο και ιδιαίτερο εικαστικό προσδίδει στο παιχνίδι ένα ελκυστικό περίβλημα. Παρότι τα textures δεν βρίθουν λεπτομέρειας, οι διάφορες περιοχές, ιδίως όσες βρίσκονται ακριβώς δίπλα στη λίμνη, είναι ιδιαιτέρως όμορφες. Έτσι, η οδήγηση από και προς αυτές δεν κουράζει ποτέ στο μάτι. Από την άλλη, ο χειρισμός της Meredith είναι αρκετά άβολος, τα animations λιγοστά και τα μοντέλα των χαρακτήρων είναι βγαλμένα από άλλη εποχή. Ευτυχώς, τα πετυχημένα voice-overs σώζουν την κατάσταση, ενώ η μουσική είναι μεν πετυχημένη και ταιριαστή, από ένα σημείο κι έπειτα όμως επαναλαμβάνεται αρκετά.
Κλείνοντας, το Lake δεν είναι ένα παιχνίδι που εγγυημένα θα απολαύσουν οι περισσότεροι. Έχει μία αργή δομή, περιορισμένο gameplay και ακόμη πιο περιορισμένο budget, που γίνεται έκδηλο κυρίως σε αφηγηματικές ιδέες που μένουν ανολοκλήρωτες. Έχει όμως και ψυχή, ουσία και έναν ρυθμό που μπορεί να αποτελέσει βάλσαμο για κάποιους που επιζητούν την “απόδραση”. Είναι ένα ιδιαίτερο, νοσταλγικό indie, με ορισμένες αρετές που ναι μεν δεν το κάνουν να ξεχωρίζει, του προσδίδουν όμως μία ωραία αίσθηση, όμοια με εκείνη ενός ολιγοήμερου ταξιδιού, μίας υπενθύμισης ενός εναλλακτικού, εκλιπόντος τρόπου ζωής. Είναι άγνωστο σε πόσα σπίτια θα καταφέρει να φτάσει, όμως το Lake αξίζει την προσοχή όσων δεν βαριούνται εύκολα.