Το πρώτο παιχνίδι του franchise Kao the Kangaroo είχε κυκλοφορήσει το 2000 σε Microsoft Windows, Dreamcast και Game Boy Advance. Στην συνέχεια, το sequel το οποίο βγήκε 3 χρόνια αργότερα, ήρθε στην πολυαγαπημένη μας κονσόλα, PlayStation 2. Καλώς ή κακώς δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο franchise καθώς οι “γίγαντες” της γενιάς – που θα αναφερθούν και αργότερα – ήταν το επίκεντρο της προσοχής μου. Μετά από 17 χρόνια, εκμεταλλευόμενος την επιστροφή του τίτλου, αποφάσισα να ασχοληθώ με το Kao the Kangaroo.
Πριν ξεκινήσουμε τα περί ιστορίας και gameplay, πρέπει να μιλήσουμε για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, την δομή του παιχνιδιού. Πρόκειται για ένα πάντρεμα διαφόρων γιγαντιαίων franchise όπως το Crash Bandicoot, Spyro και Ratchet and Clank. Πολλοί θα παρατηρήσουν διάφορα στοιχεία αυτών και άλλων γνωστών παιχνιδιών, να έχουν προσκολληθεί στον τίτλο δίχως να τον “αφήσουν” να έχει την δική του ταυτότητα. Μια ταυτότητα είναι αυτή που θα κάνει ένα παιχνίδι να ξεχωρίσει και να αναδειχθεί μπροστά στα εκατοντάδες που βγαίνουν κάθε χρόνο. Δυστυχώς φαίνεται πως ο τίτλος δεν την έχει και δεν προσπάθησε καμία στιγμή να την αποκτήσει.
Κλείνοντας την μικρή παρένθεση, η ιστορία του παιχνιδιού αφορά ένα καγκουρό και την περιπέτεια του, με στόχο να βρει τον πατέρα και την αδερφή του που αγνοούνται. Η δομή της πλοκής, όπως και οι χαρακτήρες, μας προορίζουν σε ένα παιχνίδι που απευθύνεται κυρίως σε μικρές ηλικίες. Η ιστορία είναι προβλέψιμη με μια αρκετά “επίπεδη” πλοκή, αναμενόμενο θα λέγαμε καθώς, δεν μπορούμε να έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα παιχνίδι που ως κύριο κοινό του είναι τα παιδιά. Οι χαρακτήρες είναι όλοι αδιάφοροι και δυστυχώς ούτε το γράψιμο των διαλόγων βοηθάει την περίσταση. Πολλές φορές το παιχνίδι θα γίνει άβολο και ο παίκτης θα θέλει να κάνει skip το cutscene ώστε να προχωρήσει στο gameplay. Καλό είναι να σημειωθεί ότι και το voice acting δεν είναι όσο καλό, όσο θα το θέλαμε. Οι περισσότερες φωνές είναι “ξύλινες”, εκτός από μερικές εξαιρέσεις που μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Σίγουρα με λίγη βελτίωση στους 2 παραπάνω τομείς, ο τίτλος θα μπορούσε να σταθεί καλύτερα στα “πόδια” του.
Προχωρώντας στο gameplay, μπορούμε με άνεση να γράψουμε ότι είναι ο πιο δυνατός τομέας αυτού του παιχνιδιού. Ο συνολικός χρόνος που χρειάστηκε να τερματιστεί ο τίτλος ήταν περίπου στις 5 με 6 ώρες δίχως βιασύνη. Αν ο παίκτης έχει την όρεξη να μαζέψει collectibles όπως τα διαμάντια, οι πάπυροι και τα γράμματα K, A, και O, οι ώρες μπορούν με ευκολία να διπλασιαστούν σε 10 με 15. Ο χρόνος τερματισμού χαρακτηρίζεται ιδανικός για να μην βαρεθεί ο παίκτης, ειδικά αν υπολογίσουμε και τα collectibles.
Το παιχνίδι χωρίζεται σε περιοχές, οι οποίες με τη σειρά τους χωρίζονται σε 2 με 3 πίστες έκαστος. Ο παίκτης έχει την ελευθερία να εξερευνήσει την περιοχή στην οποία βρίσκεται και να ανακαλύψει κρυμμένα μονοπάτια που οδηγούν σε πολλά κέρματα ή κάποιο collectible. Η εξερεύνηση – αν και μικρής διάρκειας – και η θεματολογία της κάθε περιοχής, μας προσκαλεί να εξερευνήσουμε τον κόσμο του, δίχως να το θεωρούμε σπατάλη χρόνου. Η κάθε πίστα χρειάζεται ένα συγκεκριμένο αριθμό collectable ρούνων για να ξεκλειδωθεί. Θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε μια ριψοκίνδυνη κίνηση από μεριάς των developers που παρά λίγο να τους γυρίσει “μπούμερανγκ”. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε πολύ ψάξιμο για να βρεθούν οι ρούνοι, στους οποίους το level design μας καθοδηγεί αυθόρμητα από κάποια στιγμή και μετά.
Αν και το level design είναι διασκεδαστικό και οι ιδέες που είτε “δανείζεται”, είτε υλοποιεί το ίδιο είναι ικανοποιητικές, δυστυχώς το platforming είναι αξιολύπητο. Σε αυτόν τον τομέα σίγουρα ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό και τα bugs που θα αναφερθούν αργότερα, αλλά ο παίκτης δεν σταματάει να νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά με τον χειρισμό του χαρακτήρα στα άλματα και στην αναρρίχηση. Ως ένα action platformer σίγουρα έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη βάση στον τομέα του platforming.
Η μάχη είναι το πιο διασκεδαστικό κομμάτι για τον παίκτη. Αν και είναι απλή και εύκολη – δικαιολογημένα πάντα, αφού έχει παράγοντα τα παιδιά, νιώθουμε μεγάλη ικανοποίηση την στιγμή που καταστρέφουμε ομάδες εχθρών με την slow motion-ground slam επίθεση. Αξιοσημείωτη είναι η προσθήκη των gimmick bossfights σε κάθε τέλος περιοχής, η οποία αποτέλεσε την ιδανική επιλογή ως το “αλατοπίπερο” μιας γενικής εικόνας του combat.
Εκτός του platforming και του combat, ο παίκτης θα βρει τον εαυτό του να λύνει διάφορους μινι-γρίφους δεξιά και αριστερά για την πρόοδο του στην πίστα. Τα περισσότερα παζλ αφορούν τις δυνάμεις που μπορούν να σου δώσουν τα μαγικά γάντια του μποξ και είναι κάθε τι άλλο, αρκετά εύκολα. Βοηθώντας έτσι και τους μικρούς μας φίλους, δίχως πολλές απαιτήσεις, οι γρίφοι είναι βατοί αλλά μετά από λίγο επαναλαμβάνονται διαρκώς.
Προχωρώντας στον μουσικό τομέα, υπήρξε ένα αρκετά ικανοποιητικό OST, που ταίριαζε σε κάθε περίσταση. Πολλές φορές υπάρχει και η περίπτωση ο παίκτης να διασκεδάσει με τα soundtracks και να τραγουδάει τα beat από μέσα του. Δυστυχώς όμως ο τεχνικός τομέας καταστρέφει ότι πήγε να φτιαχτεί μέχρι στιγμής. Τα αμέτρητα sound bugs έκαναν αρκετές φορές την μουσική να ακούγεται πάνω από τις συζητήσεις των χαρακτήρων, να σταματάει την ώρα της μάχης, ή και να μην ακούγεται ούτε αυτή, ούτε οι συζητήσεις, ούτε τα sound effects. Επιπλέον παρατηρήθηκε ότι ο τίτλος “κράσαρε” 2 φορές κατά την διάρκεια περιήγησης στις περιοχές, 1 φορά σε μάχη και άλλη μια σε cutscene. Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, το παιχνίδι δεν ήταν και στην καλύτερη κατάσταση στο launch του και σίγουρα ήθελε περισσότερη προσοχή σε αυτά πριν την κυκλοφορία του.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο τίτλος παίχτηκε στην έκδοση του PlayStation 5. Αν και υπήρχε πολύς χώρος για πειραματισμούς, δυστυχώς οι δυνατότητες του εξαιρετικού DualSense δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου. Αν εξαιρέσουμε μερικά framedrops σε κάποια cutscenes, τουλάχιστον το παιχνίδι έτρεχε στα 60 καρέ ανά δευτερόλεπτο (aka fps).
Συνοψίζοντας, το Kao the Kangaroo είναι ένα combat platformer που ο καλύτερος τρόπος να παιχτεί είναι είτε με το παιδάκι σας, είτε με κάποιο συγγενικό ή μη πρόσωπο μικρής ηλικίας. Τα interactions μεταξύ των χαρακτήρων είναι αρκετά άβολα, αποτέλεσμα της κακής γραφής διαλόγων. Η μάχη του είναι το πιο δυνατό στοιχείο, προσφέροντας στον παίκτη μια ικανοποιητική εμπειρία. Δυστυχώς το platforming του είναι αρκετά ερασιτεχνικό, προκαλώντας την αίσθηση ενός παλαιάς κοπής χειρισμού. Όσο ιδανική και να είναι η μουσική, τα αμέτρητα sound bugs γρήγορα την κάνουν ενοχλητική, ενώ τα crashes σίγουρα δεν βοηθούν την κατάσταση. Αναμφίβολα, το παιχνίδι χρειαζόταν παραπάνω δοκιμές προτού κυκλοφορήσει για να αποφευχθούν όσες το δυνατόν περισσότερες απροσεξίες.