Το Hell is Us είναι ένα παιχνίδι που σίγουρα δεν περνά απαρατήρητο. Ο τίτλος έχει εγείρει πολλές απορίες από τις πρώτες του εμφανίσεις, αφού αν μη τι άλλο δεν μοιάζει με τις περισσότερες παραγωγές που συναντούμε τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για ένα αμάλγαμα πολλών διαφορετικών genres, έχοντας συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που το καθιστούν μοναδικό, αλλά και που εν τέλει ίσως δυσχεραίνουν την εμπορική του πορεία, περιορίζοντας το δυνητικό αγοραστικό κοινό του. Ας ξετυλίξουμε σιγά – σιγά το κουβάρι για να αντιληφθούμε με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε.
Ο παίκτης αναλαμβάνει το ρόλο του Rémi, ο οποίος γεννήθηκε στη χώρα Hadea, αλλά ως παιδί μεταφέρθηκε μακριά από εκεί. Ο πρωταγωνιστής μας επιστρέφει στη γενέτειρα του, με σκοπό να βρει τους γονείς του. Εκεί, θα βρει μία Hadea που είναι πλέον ρημαγμένη από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Palomists και των Sabinians. Επιπλέον, ένα μυστηριώδες γεγονός, εν ονόματι Calamity, έχει απελευθερώσει υπερφυσικά όντα, που μαστίζουν και αυτά με τη σειρά τους την περιοχή. Το πρώτο που παρατηρούμε είναι το φανταστικό world building που έχει πετύχει η Rogue Factor. Οι πρώτες μας επισκέψεις στα αραιοκατοικημένα χωριά της περιοχής θα μας φέρουν πρόσωπο με πρόσωπο με ανθρώπους που έχουν “σπάσει” εξαιτίας του εμφυλίου.
Θα ακούσουμε τις ιστορίες τους, θα πάρουμε περισσότερες πληροφορίες για ό,τι έχει μεσολαβήσει, ακόμη κάποιες φορές θα μπορέσουμε να τους βοηθήσουμε, φέρνοντας τους σε επαφή με αγαπημένα τους πρόσωπα ή βρίσκοντας κάποιο αντικείμενο με βαθιά συναισθηματική αξία για τους ίδιους. Θα διαπιστώσουμε ακόμη πως οι θρησκευτικές προκαταλήψεις αιωνίως διαχωρίζουν την ανθρωπότητα σε στρατόπεδα. Γενικώς το Hell is Us έχει μία από τις καλύτερες αποτυπώσεις των συνεπειών που έχει ένας εμφύλιος πόλεμος σε μία χώρα, πετυχαίνοντας μία πραγματικά ζοφερή, καταθλιπτική ατμόσφαιρα, που σφίγγει τον παίκτη σαν μέγγενη καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Έπειτα έχουμε το υπερφυσικό κομμάτι της εμπειρίας, το οποίο η αλήθεια είναι πως με προβλημάτισε αρκετά. Για αρκετές ώρες δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα τι ακριβώς είναι, αλλά και τι συμβολίζουν τα Lymbic Entities, οι οντότητες δηλαδή που δρουν ως οι αντίπαλοι στη μάχη. Εν τέλει οι απαντήσεις δίνονται, η παρουσία των τεράτων εξηγείται και ο συνδυασμός υπερφυσικού και μεταπολεμικού setting δουλεύει αρκετά καλά. Το combat βέβαια, συγχωρέστε με, αλλά δεν παύει ποτέ να είναι μία μόνιμη ενόχληση. Κόντρα σε ό,τι πίστευαν αρκετοί, το παιχνίδι δεν είναι ένα soulslike, ασχέτως που δομικά μοιράζεται κάποια στοιχεία μαζί τους.
Πρόκειται για ένα σχετικά απαιτητικό action σύστημα, το οποίο δέχεται παραμετροποιήσεις και μπορεί να γίνει πιο εύκολο εάν το επιθυμείτε. Τα manual saves είναι αρκετά συχνά, οι εχθροί που σκοτώνετε παραμένουν νεκροί και δεν χάνετε κάτι κάθε φορά που βλέπετε τα ραδίκια ανάποδα. Ανεξαρτήτως δυσκολίας όμως, όταν μιλάμε για έναν τίτλο με τόσο έντονη έμφαση στην εξερεύνηση και τους γρίφους, η παύση κάθε τρεις και λίγο για μάχες με τα ίδια ακριβώς τέρατα παύει σύντομα να έχει κάτι να προσφέρει, αφήστε που δεν αναπτύσσεται ποτέ ιδιαίτερα. Το drone που ακολουθεί μονίμως τον παίκτη μπορεί να κάνει λίγο πιο ενδιαφέρουσα τη διαδικασία, αλλά εν τέλει πρόκειται για έναν τίτλο που όχι μόνο δεν έχει ανάγκη τις μάχες, αλλά ίσως ακόμη και να ήταν καλύτερο αυτές να μην υπάρχουν καν.
Φυσικά θα πρέπει να μιλήσουμε λίγο για τη δομή του Hell is Us, η οποία κάθε άλλο παρά συνηθισμένη είναι. Ο κόσμος της Hadea είναι χωρισμένος σε κάμποσες μικρότερες περιοχές, μεταξύ των οποίων μετακινείστε με fast travel. Ο εν λόγω διαχωρισμός είναι κομβικός, αφού σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα είχαμε χάσει “την μπάλα” από νωρίς. Βλέπετε, το Hell is Us στερείται συγκεκριμένων συνηθισμένων διευκολύνσεων, όπως πχ ο χάρτης. Πέρα από μία πυξίδα που έχετε στη διάθεση σας, η περιήγηση στον κόσμο γίνεται εντελώς ρεαλιστικά. “Ακολούθα το δρόμο μετά τον ρημαγμένο πλάτανο”, “βρες το σπίτι με το δεντρόσπιτο στην αυλή”, “βρες τον μηχανικό στη νοτιοδυτική έξοδο του χωριού” είναι μερικές μόνο από τις φράσεις που θα ακούσετε.
Με χαρά διαπίστωσα πως το άψογο design των sandbox περιοχών του τίτλου επιτρέπει στο συγεκριμένο σύστημα να δουλεύει σχεδόν στην εντέλεια. Δεν ξέρω αν συμφωνώ απαραίτητα με την έλλειψη του χάρτη, αφού θεωρώ πως θα μπορούσε η κάθε περιοχή να χαρτογραφείται καθώς εξερευνάται μεθοδικά, σίγουρα όμως η έλλειψη waypoints και μονοπατιών με λευκή και κίτρινη μπογιά συνεισφέρει τα μέγιστα στην εξερεύνηση και στη γενικότερη ντετεκτιβίστικη φύση του παιχνιδιού. Υπάρχουν αρκετά σημεία αναφοράς ώστε να μη χαθείτε, αλλά ακόμη κι αν χαθείτε, ο κόσμος έχει τόσα μυστικά να ανακαλύψετε, που δύσκολα θα σπαταλήσετε όντως χρόνο ψάχνοντας κάτι.
Να πούμε ακόμη πως η Hadea έχει μία πλούσια ιστορία, η οποία μάλιστα έχει οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στον εμφύλιο πόλεμο των 2 παραταξεων, έτσι σύντομα θα βρεθείτε να εξερευνάτε υπόγειες εγκαταστάσεις, με δαιδαλώδεις διαδρόμους και δεκάδες δωμάτια με επιπλέον lore για τον κόσμο του παιχνιδιού. Εκεί, θα κληθείτε να λύσετε ζόρικους γρίφους διαφόρων ειδών, με τους περισσότερους από αυτούς να μη χάνουν το ενδιαφέρον τους, με σκοπό να αποκτήσετε πρόσβαση σε αρχαία αντικείμενα που θα σας πάνε ένα βήμα παρακάτω. Θεωρώ πως αυτά τα dungeons είναι συνάμα τα πιο απαιτητικά, αλλά και τα πιο ουσιώδη κομμάτια του παιχνιδιού, οπότε να έχετε υπ’ όψιν πως θα φάτε κάμποσο χρόνο κάτω από τη γη.
Συνολικά, όλα τα παραπάνω συμβάλλουν σε ένα πολύ ενδιαφέρον κεντρικό narrative, που συνδυάζει την προσωπική αναζήτηση του Rémi με ό,τι έχει λάβει χώρα στον κόσμο του παιχνιδιού. Η σχεδόν 20ωρη ιστορία δεν είναι διόλου δυσνόητη, αρκεί να είστε σε θέση να θυμάστε τις ονομασίες κάποιων ανθρώπων και μερικών οργανώσεων που πρωταγωνιστούν στην αφήγηση. Ο τίτλος έχει κανονική, καλοστημένη αφήγηση, με κανονικότατα cutscenes, έχει αρχή, μέση και ένα τέλος που μάλλον μας κάνει να πιστεύουμε πως οι developers βλέπουν ολόκληρο franchise στο Hell is Us και όχι ένα μεμονωμένο παιχνίδι. Αυτό ίσως ξενίσει αρκετούς, αλλά η ιδέα μένει να κριθεί στο μέλλον.
Φτάνοντας προς το τέλος, να ξεκαθαρίσουμε πως πρόκειται για μία AA παραγωγή και όχι για κάποιο γιγαντιαίο blockbuster προδιαγραφών. Αυτό δεν σταματά το παιχνίδι από το να είναι πραγματικά πολύ όμορφο, με μία σκοτεινή, σκουρόχρωμη παλέτα να κυριαρχεί στη μεγαλύτερη διάρκεια του. Η τεχνική του απόδοση είναι εξίσου καλή, ενώ στο PlayStation 5 Pro έχουμε τα 2 παραδοσιακά Quality και Performance modes. Υπήρχαν κάποιες στιγμές που το framerate έπεφτε ενόσω ήμαστε περιτριγυρισμένοι από ορδή εχθρών, αλλά τίποτα που να μας χάλασε τη μέρα.
Εν κατακλείδι, το Hell is Us είναι ένα παιχνίδι που δεν απευθύνεται σε όλους, αφού στερείται -προς το παρόν- των κλασσικών διευκολύνσεων που έχουμε συνηθίσει εν έτει 2025. Πρόκειται για μία απόλυτα σαγηνευτική εμπειρία, που συνδυάζει αρμονικά μεταξύ τους τα περισσότερα στοιχεία του, πλην της μάχης, ενώ εν τέλει καταφέρνει μία τρομερά ρεαλιστική αποτύπωση ενός εμφυλίου πολέμου. Ο τίτλος σέβεται τη νοημοσύνη και το χρόνο του παίκτη και παρά κάποια ακατέργαστα gameplay συστήματα, καταφέρνει να είναι μία από τις πιο ιδιαίτερες εμπειρίες της χρονιάς.
Ευχαριστούμε την AVE SA για την παροχή του review code.