Δεν χωρά αμφιβολία πως το gaming έχει εξελιχθεί ως μέσο. Με τα επίπεδα των παραγωγών να έχουν εκτοξευθεί, η λεπτή γραμμή μεταξύ των διάφορων μέσων ψυχαγωγίας είναι πιο δυσδιάκριτη από ποτέ. Παρά τις εγγενείς διαφορές ανάμεσα στο gaming και στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο, ακούμε ολοένα και πιο συχνά για τις λεγόμενες “κινηματογραφικές εμπειρίες”. Μετά από τα δεκάδες παραδείγματα των τελευταίων χρόνων, ίσως να είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τον όρο να βρίσκει πλήρη εφαρμογή στην περίπτωση του Fort Solis. Με τους δημιουργούς να τονίζουν πως θέλουν από εμάς να βιώσουμε τον τίτλο ως ένα τηλεοπτικό mini-series, μένει να δούμε τι ακριβώς έχει να μας προσφέρει το εν λόγω εγχείρημα της Fallen Leaf.
Ο παίκτης αναλαμβάνει το ρόλο του Jack Leary, ενός μηχανικού, που ανταποκρίνεται σε σήμα κινδύνου του διαστημικού σταθμού “Fort Solis” στην επιφάνεια του Άρη. Εννοείται πως όταν φτάνει εκεί για να ερευνήσει το συμβάν, το πλήρωμα έχει εξαφανιστεί και με μόνη συντροφιά τη φωνή της Jessica Appleton στο ακουστικό του, ο Leary εξερευνά τις εγκαταστάσεις και έρχεται αντιμέτωπος με μία σειρά ανεξήγητων γεγονότων. Με το παιχνίδι να πλασάρεται ως sci-fi horror, αυτό που προκαλεί πραγματικό τρόμο, από τις πρώτες κιόλας στιγμές είναι ο ρεαλισμός στην κίνηση του Jack. Θα μου πείτε, είναι κακός ο ρεαλισμός; Εν προκειμένω, ναι, είναι.
Βλέπετε, ο πρωταγωνιστής μας κινείται τόσο αργά, που στις περισσότερες περιπτώσεις προλαβαίνετε ένα γρήγορο scroll στο Twitter (συγνώμη, στο X) όσο μετακινείστε από το σημείο Α στο Β. Από την άλλη, η πραγματική διάρκεια του παιχνιδιού είναι τόσο μικρή, που εάν δεν υπήρχε και αυτό το αργό περπάτημα, πιθανότατα δεν θα χρειαζόμασταν πάνω από 2 ώρες για την ολοκλήρωση του. Τώρα, θα ξοδέψετε τουλάχιστον ένα γεμάτο 3ωρο. Η έλλειψη ενός sprint button πάντως είναι εγκληματική και μάλλον στοχευμένη. Θα εξηγηθούμε στη συνέχεια επ’ αυτού.
Η μικρή διάρκεια από μόνη της δεν είναι πρόβλημα. Άλλωστε έχουμε δει κάποια σπουδαία παιχνίδια να διαρκούν τόσο ή και ακόμη λιγότερο. Περιπτώσεις όπως των Firewatch, Inside ή What Remains of Edith Finch απέδειξαν περίτρανα ότι το μέγεθος δεν μετράει (πάντα). Στην περίπτωση του Fort Solis όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα πρώτα 2 από τα 4 κεφάλαια του τίτλου, που αποτελούν το 60% της εμπειρίας, δρουν ουσιαστικά ως εκτεταμένος πρόλογος, με τον παίκτη να ψάχνει ακόμα τι και πως, ακούγοντας άπειρα audio logs που σετάρουν τη βασική πλοκή που πρόκειται να ακολουθήσει, για όσο προλαβαίνει δηλαδή.
Τα 2 τελευταία κεφάλαια κάνουν μία προσπάθεια να αφηγηθούν μία συγκεκριμένη ιστορία, η προσπάθεια όμως αυτή είναι τόσο βιαστική και τόσο πρόχειρη, που καταλήγει αφελής. Το σενάριο του Fort Solis είναι πολύ μικρό, πολύ συνηθισμένο και μάλιστα ποτέ δεν εξηγείται επαρκώς. Πρόβλημα ακούμε, πρόβλημα βλέπουμε και πρόβλημα δεν βιώνουμε ποτέ, ενώ αμφιβάλλουμε εάν στο πέρας των 3 ωρών έχετε αντιληφθεί ποιο πραγματικά ήταν το ζήτημα που έκανε το πλήρωμα του σταθμού να εκπέμψει SOS. Άλλωστε, πόσα video logs να δει και πόσα audio logs να ακούσει κανείς;
Εάν ακόμη δεν έχετε καταλάβει περί τίνος πρόκειται το Fort Solis, η κατάσταση έχει ως εξής. Φέρτε στο μυαλό σας οποιοδήποτε παιχνίδι της Supermassive Games, αφαιρέστε από αυτό το όποιο gameplay, αφαιρέστε τα αγχωτικά QTEs, αφαιρέστε ακόμη και τις επιλογές που επηρεάζουν την εξέλιξη της ιστορίας και είστε έτοιμοι. Ναι μεν ο τίτλος πλασάρεται ως ένα “διαδραστικό mini-series” αυτό όμως δεν δικαιολογεί την ατελείωτη πλήξη που μας προκάλεσε, ούτε καν την παντελή απουσία των gameplay μηχανισμών. Στο τέλος της ημέρας, το τελικό προϊόν θυμίζει περισσότερο demo και όχι ολοκληρωμένη εμπειρία.
Μπορεί ένας εγκαταλειμμένος διαστημικός σταθμός να αποτελεί το τέλειο setting για μία ανατριχιαστική εμπειρία τρόμου (βλ. Dead Space), η πυκνή ατμόσφαιρα που καταφέρνει να χτίσει ο τίτλος να είναι ο τέλειος προάγγελος για ένα παιχνίδι που θα δοκιμάσει τις αντοχές μας, στην περίπτωση μας όμως η ψευδαίσθηση της απειλής εξανεμίζεται νωρίς. Εξ’ ορισμού, είναι αδύνατο να τρομάξει κάποιος σε ένα παιχνίδι που δεν μπορεί να πεθάνει. Gameplay μηχανισμοί δεν υφίστανται, οι ελάχιστες “μάχες” απαιτούν απλώς το πάτημα κουμπιών υπό τη μορφή QTEs, στα οποία ακόμη κι αν αποτύχετε, τίποτα δεν θα αλλάξει.
Πρόκειται για μία τρομερά γραμμική εμπειρία και το μόνο που έχει να κάνει ο παίκτης είναι να ακολουθεί την προδιαγεγραμμένη πορεία, αλληλεπιδρώντας με τα απαραίτητα αντικείμενα που κάνουν trigger το επόμενο objective. Πέρα από τη λύση 2-3 γρίφων, το να μην ξεστρατίζετε από το βασικό μονοπάτι αρκεί για να φέρετε εις πέρας τη νύχτα στο σταθμό. Τα ελάχιστα σημαντικά γεγονότα λαμβάνουν χώρα ως cutscenes, οπότε καθίστε αναπαυτικά και ακούστε audio logs, χωρίς να ανησυχείτε για κάτι που μπορεί να παραμονεύει στο σκοτάδι.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα demo, το οποίο έχει ως μοναδικό στόχο να μας ανοίξει την όρεξη, ένα demo που δεν έχει ακόμη ολοκληρωμένο gameplay, αφού αυτό θα προστεθεί στην τελική κυκλοφορία, μία τελική κυκλοφορία που φυσικά αποτελεί αποκύημα της φαντασίας μας και δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Το Fort Solis απέχει αρκετά από να χαρακτηριστεί ολοκληρωμένο παιχνίδι και υστερεί σε πολλούς τομείς, οι οποίοι δεν μπορούν να αντισταθμιστούν από τις λίγες αρετές του. Ναι, έχει και τέτοιες και ήρθε η ώρα να μιλήσουμε γι’ αυτές.
Το παιχνίδι είναι “χτισμένο” σε Unreal Engine 5 και φαίνεται πως αυτό ακριβώς είναι και το βασικό του selling point. Τα γραφικά είναι όντως εντυπωσιακά, με τρομερή λεπτομέρεια στο σχεδιασμό των επιπέδων και των χαρακτήρων του τίτλου. Την παράσταση κλέβουν οι αδιανόητοι φωτισμοί ή η έλλειψη αυτών, με τη μηχανή γραφικών να δείχνει τα δόντια της σε κάθε ευκαιρία. Όμως, μάλλον η χρήση μίας τέτοιας μηχανής έρχεται με τους περιορισμούς της, αφού η απόδοση χωλαίνει, τόσο στο quality mode, το οποίο είναι οριακά unplayable εξαιτίας του χαμηλού framerate, όσο και στο performance mode, το οποίο έχει αρκετές μεταπτώσεις στα 40-45 fps σε άσχετες στιγμές, όπως όταν πχ κατεβαίνετε μία σκάλα.
Το κομμάτι που πραγματικά δεν χορταίνουμε στον τίτλο είναι το τρομερό voice-acting από ένα cast εγνωσμένης αξίας. Με μπροστάρη τον Roger Clark στο ρόλο του Jack και άξιους συμπαραστάτες την Julia Brown ως Jessica και Troy Baker, οι ερμηνείες κερδίζουν με χαρακτηριστική ευκολία τις εντυπώσεις και μας σπρώχνει άθελα μας να φανταζόμαστε τι αξία θα είχαν σε ένα κανονικό σενάριο, με πραγματικό διακύβευμα. Ο υπόλοιπος ήχος είναι και εκείνος εξίσου υψηλών προδιαγραφών, συμπληρώνοντας άψογα την εντυπωσιακή εικόνα και μετατρέποντας τον τίτλο σε ένα σύντομο οπτικοακουστικό υπερθέαμα. Κρίμα που πρόκειται ταυτόχρονα για τη μοναδική σωτήρια χάρη του.
Το Fort Solis θα λειτουργούσε άψογα ως ένα demo για κάποιο επερχόμενο μεγάλο παιχνίδι. Ως έχει, ο τίτλος δεν έχει σχεδόν τίποτα να προσφέρει, παρά τις προσδοκίες που καταφέρνει να δημιουργήσει στις εναρκτήριες σεκάνς του. Τα πανέμορφα γραφικά και η τρομερή προσπάθεια του σπουδαίου cast ξοδεύονται σε ένα σενάριο χωρίς αρχή, μέση και τέλος, σε ένα παιχνίδι που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τη συμμετοχή του παίκτη και τον περιορίζει στο ρόλο του παρατηρητή καθ’ όλη τη -μικρή- διάρκεια του. Οι σκοτεινοί διάδρομοι του ομώνυμου διαστημικού σταθμού δεν κρύβουν τρόμο και απειλές, αλλά πλήξη, ανία και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.













