Δεν είναι η πρώτη φορά που ακούμε το όνομα της Flying Wild Hog τη φετινή χρονιά. Πριν λίγους μήνες μας παρέδωσε το Trek to Yomi, που τελικά αποδείχτηκε λιγότερο φιλόδοξο από το αναμενόμενο. Δεν έμεινε όμως εκεί, αφού κυκλοφόρησε και το Shadow Warrior 3, που απέσπασε εξίσου χλιαρές κριτικές. Με το τρίτο του φετινό παιχνίδι, Evil West, το studio στοχεύει σε πιο εκτεταμένη αποδοχή. Μετά την ενασχόλησή μας με τον τίτλο, τολμούμε να πούμε πως αυτή τη φορά οι Πολωνοί τα κατάφεραν αρκετά καλύτερα.
Βρισκόμαστε σε μία Άγρια Δύση που έχει γεμίσει από βαμπίρ και κάθε λογής διαόλια, με την Κυβέρνηση να προσπαθεί να περιορίσει τη δράση τους. Ο πρωταγωνιστής μας, Jesse Rentier, υπό την καθοδήγηση του μέντορα του, Edgar Gravenor, είναι ένας από τους πράκτορες που έχουν σταλθεί στο πεδίο της μάχης, απέναντι στα αιμοδιψή τέρατα. Δεν έχει νόημα να πούμε κάτι άλλο για την ιστορία, αφού δεν πρόκειται για το πιο βαθύ σενάριο που έχουμε αντικρίσει. Έχοντας πλήρη επίγνωση για το που μπορούν να φτάσουν, οι developers δημιούργησαν μία ιστορία που λαμβάνει χώρα σε ένα φοβερά ενδιαφέρον setting, χωρίς όμως να πράττουν το μέγιστο δυνατό στην ανάπτυξή της. Τα καλοφτιαγμένα cutscenes κάνουν τα βασικά, εξηγώντας μας τους στόχους μας στο επόμενο κεφάλαιο (16 στο σύνολο), χωρίς να το κουράζουν και πολύ. Ομολογουμένως, περισσότερα θα μάθετε διαβάζοντας τις πάμπολλες καταχωρήσεις στο lore, παρά παρακολουθώντας τα cinematics. Οι χαρακτήρες είναι άκρως ταιριαστοί στο ύφος του τίτλου, που παρά τις δραματικές του στιγμές, παραμένει συνήθως σε χαλαρά πλαίσια. Ο ίδιος ο Jesse θυμίζει έναν discount Arthur Morgan, χωρίς αυτό να κρίνεται αρνητικό. Γενικώς, τα πάντα είναι εκεί που πρέπει.
Το παιχνίδι είναι σαν να ξεπήδησε από τις χρυσές εποχές του PS3. Γραμμικό, ακολουθώντας το μοτίβο της “αρένας”, με διάρκεια που κινείται στις 10+ ώρες, χωρισμένο σε κεφάλαια, με άπλετη δράση και διαθέσιμο co-op. Ναι, μπορείτε να δείτε την ολότητα του τίτλου παρέα με κάποιον φίλο online και σίγουρα πρόκειται για μία πολύ καλή περίπτωση συνεργατικού gameplay. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί οτι η πρόοδος μετράει μόνο για τον host, αλλά είπαμε…PS3! Κατά τ’ άλλα, οι developers δεν προσπαθούν να καινοτομήσουν, να ανοίξουν τον χάρτη δίχως ουσιαστικό λόγο ή να προσθέσουν αταίριαστα στοιχεία στη δομή του τίτλου. Όποιος παίξει τις πρώτες 2 ώρες του παιχνιδιού, θα ξέρει τι πρόκειται να αντικρίσει και στις επόμενες 10. Το κάθε κεφάλαιο σας μεταφέρει σε μία νέα περιοχή, συνήθως εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη, στην οποία θα λύσετε περιορισμένους γρίφους, θα εξερευνήσετε τις μικρές πίστες για χάρη του loot, θα επιδοθείτε σε σύντομο platforming, αλλά κυρίως θα αντιμετωπίσετε εκατοντάδες εχθρούς σε χώρους που θυμίζουν αρένες, όπως προαναφέραμε.
Το πως θα αντιμετωπίσετε όλα αυτά τα τέρατα είναι και το βασικό ατού του τίτλου. Με τη δράση συνεχώς στο επίκεντρο, το combat system είναι πραγματικά απολαυστικό και δίνει πληθώρα επιλογών στον παίκτη. Το γάντι του πρωταγωνιστή προσφέρει τη μόνη melee προσέγγιση με ατελείωτα μπουνίδια, η οποία μάλιστα λαμβάνει πολλές αναβαθμίσεις μέσω των perks και των upgrades. Τα μεν πρώτα βελτιώνουν το ίδιο το γάντι με δυνάμεις όπως του ηλεκτρισμού (κλεφτή ματιά στο The Order 1886), ενώ τα δεύτερα προσφέρουν γενικά προτερήματα στον Jesse. Από την άλλη, οι ranged επιλογές είναι πολύ περισσότερες, με διάφορα διαθέσιμα όπλα, όπως το τουφέκι, το περίστροφο, τη βαλλίστρα και το φλογοβόλο, με το κάθε ένα από αυτά να έχει και τη δική του χρησιμότητα. Κάθε εχθρός απαιτεί διαφορετική προσέγγιση, με τον παίκτη να έχει επίσης στη διάθεση του διάφορες ειδικές ικανότητες, τις οποίες δεν χρειάζεται να αναλύσουμε. Ας πούμε εν τάχει πως δεν θα ήταν μεγάλη υπερβολή να παρομοιάσουμε το στυλ του συστήματος μάχης με αυτό του God of War και ειλικρινά οι μάχες παραμένουν διασκεδαστικές ως το τέλος. Ναι, είναι πολλές, απαιτητικές και συνήθως κινούνται στο ίδιο μοτίβο, οπότε όπως αντιλαμβάνεστε, υπάρχει μία κάποια επανάληψη στο gameplay, ιδίως στο δεύτερο μισό, που οι εχθροί είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι. Ευτυχώς όμως, ο ρυθμός με τον οποίο το παιχνίδι μας δίνει νέα όπλα, αναβαθμίσεις και ικανότητες είναι υποδειγματικός κι έτσι, πάντα ο παίκτης έχει κίνητρο να δοκιμάσει κάτι καινούριο και να πειραματιστεί με το οπλοστάσιό του.
Οπτικοακουστικά, έχουμε στα χέρια μας μία λεγόμενη ΑΑ παραγωγή. Το budget του τίτλου δεν ξεφεύγει και αυτό φαίνεται στις περισσότερες εκφάνσεις του. Σε γενικές γραμμές, το παιχνίδι δεν είναι άσχημο, με ωραίες χρωματικές παλέτες, όμορφα cutscenes και κάποια εντυπωσιακά σκηνικά, με τα εφέ να “δίνουν πόνο”. Παρόλα αυτά, τα πολύ έντονα χρώματα δεν βοηθούν πάντα, αφού ανά περιπτώσεις προκαλούν σύγχυση στην οθόνη και δεν συνεισφέρουν στην απρόσκοπτη περιήγηση. Ταυτόχρονα, τα σκοτεινά σημεία του παιχνιδιού είναι πιο σκοτεινά απ’ ό,τι θα έπρεπε και αντίστοιχα το ίδιο ισχύει και για τα πιο φωτεινά. Γενικότερα, θα έπρεπε να υπάρχει μία καλύτερη ισορροπία στον οπτικό τομέα και ΣΙΓΟΥΡΑ λιγότερο motion blur. Πιθανότατα η κατάσταση θα ήταν καλύτερη εάν η ανάλυση ξεπερνούσε τα 1080p, αφού παρά τη δυνατότητα του 4Κ/30 fps, δεδομένα δεν θα θυσιάσουμε τα 60 fps σε τίτλο με τόση δράση. Θα θέλαμε όμως μικρότερη έκπτωση στην ανάλυση, αφού το 1080/60 θυμίζει περισσότερο την περασμένη γενιά. Ευτυχώς, η απόδοση είναι κυρίως σταθερή, παρότι τα bugs έκαναν την εμφάνιση τους. Σταθερά καλό είναι και το soundtrack του παιχνιδιού, με ήχους που παραπέμπουν στην Άγρια Δύση, ενώ οι ερμηνείες των χαρακτήρων κινούνται ανάμεσα σε καλές και so-bad-they’re-good, οπότε από εμάς είναι ναι!
Μπορεί να μην πρόκειται σε καμία περίπτωση περί αριστουργήματος, το Evil West όμως ξέρει ακριβώς τι είναι και ενστερνίζεται πλήρως τις αρετές του. Προσφέρει 10 ώρες ασταμάτητης δράσης υψηλών οκτανίων, καταφέρνοντας να εμπλουτίζει τους βασικούς του μηχανισμούς πολύ καλύτερα από άλλα παιχνίδια του είδους. Δεν παίρνει τον εαυτό του και πολύ στα σοβαρά, κάτι που δρα εις βάρος της αφήγησης και όσων θα επιθυμούσαν μία πιο ανεπτυγμένη ιστορία, αλλά κατά την ταπεινή μας γνώμη αυτές οι εμπειρίες είναι απαραίτητες για το gaming. Ιδανική περίπτωση για ενασχόληση με κάποιον φίλο και ένα φοβερά διασκεδαστικό τελικό αποτέλεσμα.