Απλότητα. Η ευθύτητα που διακρίνει έναν τίτλο και η έλλειψη πολυπλοκότητας στους επιμέρους μηχανισμούς του. Σε έναν κόσμο που μέρα με την μέρα τα βιντεοπαιχνίδια γίνονται ολοένα και πιο σύνθετα, με πληθώρα μηχανισμών, πολύπλοκα αφηγηματικά μονοπάτια και έναν άρτιο τεχνικό τομέα, έρχεται που και που ένα παιχνίδι για να μας επιστρέψει χρόνια πίσω, τότε που η διασκέδαση ήταν αγνή και αθώα, όπως η παιδική μας ηλικία. Ο τίτλος; BPM, Bullets Per Minute.
Το λογοπαίγνιο του τίτλου (To BPM σημαίνει Beats Per Minute, υποδηλώνοντας το tempo ενός μουσικού κομματιού) προσδίδει κατευθείαν και το είδος του. Πρόκειται για ένα rhythm game αρχικά, το οποίο συνδυάζει στοιχεία rogue like, κατατάσσεται στα παιχνίδια πρώτου προσώπου και η δράση του είναι ξέφρενη, ακριβώς όπως οι FPS προκάτοχοι του τη δεκαετία του 90′. Πιο συγκεκριμένα, το BPM είναι μια μίξη των Crypt of the Necrodancer, Binding of Isaac και Quake, όπου αναλαμβάνουμε τον έλεγχο ενός πολεμιστή, μέσα σε ένα post apocalyptict περιβάλλον της νορβηγικής μυθολογίας. Υπό τις ιαχές της metal μουσικής, θα πρέπει να ανελιχθούμε από το Asgard, στην Valhalla, μέσα σε ένα ξέφρενο γλέντι δράσης, ακρίβειας και αιματοχυσίας. Αυτό, αποτελεί και την ιστορία μας, καθώς το παιχνίδι δεν χάνει χρόνο σε περιττές λεπτομέρειες και μας πετάει κατευθείαν στη δράση.
To BPM, ήδη από την οθόνη του μενού, μας προετοιμάζει για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Η heavy met(s)al μουσική του είναι άρτια, με τον ρυθμό να ακούγεται ξεκάθαρα και να μην αναμιγνύεται με την λοιπή σύνθεση των κομματιών. Προτού πατήσουμε την έναρξη, έχουμε ήδη έρθει σε επαφή με το μοτίβο στο οποίο θα χρειαστεί να κινηθούμε για να παίξουμε τον τίτλο. Ξεκινώντας, βρισκόμαστε στο πρώτο δωμάτιο της περιπέτειας μας και στον κέρσορα μας, παρατηρούμε το beat του ρυθμού να οπτικοποιείται. Κάθε φορά που ένα beat πλησιάζει τον στόχο μας, μπορούμε κι εμείς να πυροβολήσουμε. Για τους προχωρημένους, υπάρχει και η δυνατότητα να πυροβολήσουν στον μισό χρόνο, διπλασιάζοντας έτσι και τις βολές τους. Κάθε μας ενέργεια, από τον πυροβολισμό, τις ικανότητες μας, μέχρι το reload, πρέπει να γίνεται μέσα στα πλαίσια του ρυθμού, αλλιώς δεν εκτελείται καν. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί -ευτυχώς- το άλμα.
Προχωρώντας, αν και η περιγραφή της gameplay λούπας κάνει τον τίτλο να φαντάζει βουνό, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Η εξαιρετική μουσική ένδυση θα σας κάνει να κρατάτε μετά χαράς τον ρυθμό και οι σκανδάλες του dualsense θα γίνουν τα κρουστά σας. Ο χάρτης κάθε περιοχής μοιάζει πάρα πολύ με αυτόν του Binding of Isaac, κάτι που σημαίνει ότι εν μέρει, αν και προχωράμε στα τυφλά, μπορούμε να προγραμματίσουμε κάποια εκ των δωματίων για μετά. Τα δωμάτια χωρίζονται σε κλασσικές αναμετρήσεις με αντιπάλους, το μαγαζί με τα αντικείμενα, το μαγαζί με τα όπλα και την βιβλιοθήκη με τις ειδικές ικανότητες. Επιπροσθέτως, υπάρχουν και πιο δύσκολα δωμάτια με δοκιμασίες, αλλά και το δωμάτιο του αρχηγού, που μας περιμένει στο τέλος του κάθε κόσμου. Πριν μπούμε σε κάποιο από αυτά, μπορούμε να δούμε το τι περιέχει κι έτσι δύσκολα θα βρεθούμε προ εκπλήξεως.
Το μεγάλο πλεονέκτημα του BPM είναι το πόσο καλά ενσωματώνεται η μάχη στο ρυθμό της μουσικής. Δεν θα περάσουν δέκα λεπτά, μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε εισέλθει σε έναν κόσμο, όπου η ξέφρενη δράση, αλλά και η ικανότητα μας στο να χειριζόμαστε τα όπλα, δένουν άρτια και συμπληρώνουν το ένα το άλλο με έναν τρόπο εκπληκτικό. Ο κάθε κόσμος δεν διαρκεί πολύ και κατά επέκταση ούτε και το κομμάτι που παίζει, με αποτέλεσμα να μην κουράζει η μουσική. Βέβαια, όντας rogue like και ώσπου να βρούμε τα πατήματα μας, θα ακούσουμε ουκ ολίγες φορές το κομμάτι του πρώτου κόσμου. Εδώ, έρχεται το πρώτο μειονέκτημα του τίτλου. Το boss της πρώτης περιοχής (ο Draugr), είναι με διαφορά ένα από τα δυσκολότερα, αν όχι το δυσκολότερο στο παιχνίδι. Αν λάβουμε υπόψη το ότι δεν θα έχουμε βρει ακόμα ένα καλό όπλο όταν το αντιμετωπίζουμε, το γεγονός ότι απαιτεί μεγάλη ακρίβεια στις αποφυγές μας, συν του ότι θα πρέπει να κρατάμε τον ρυθμό και να μην πανικοβληθούμε, καταλαβαίνουμε ότι θα αφήσουμε τα κόκαλα μας αρκετές φορές στο έλεος του.
Η συνέχεια του ταξιδιού μας ρέει πολύ καλύτερα από την αρχή, αν και είναι δέσμια του όπλου και του εξοπλισμού που θα μας τύχει. Κάποιες απόπειρες θα είναι απόλυτα επιτυχείς και σε κάποιες άλλες θα πασχίζουμε να βρούμε ένα potion για να αντέξουμε λίγο ακόμα. Όλα αυτά γίνονται σε μια χρωματική παλέτα που δανείζεται στοιχεία από τίτλους, όπως τα Quake και Doom, ακολουθεί μια ρετρό αισθητική και αποτελείται από 50 αποχρώσεις του γκρι και του καφέ. Υπάρχουν οι ωραίες εικαστικές λεπτομέρειες σε κάποια σημεία, αλλά είναι λίγες. Παρόλα αυτά, το BPM καταφέρνει να είναι απίστευτα συνεκτικό ως προς το περιεχόμενο του και τις καταβολές του, με το αποτέλεσμα να φαίνεται αρκετά δεμένο.
Κλείνοντας, ακόμα και η διάρκεια του BPM είναι μικρή, με κάθε run να διαρκεί από 3-5 ώρες περίπου. Οι έξτρα χαρακτήρες που ξεκλειδώνουμε και τα δευτερεύοντα challenges προσδίδουν σε περιεχόμενο και διάρκεια, αλλά ο κινητήριος μοχλός της επιστροφής είναι ξεκάθαρα το gameplay, το οποίο κρατάει παραδοσιακά το σκορ μας σε κάθε απόπειρα. Με εκπληκτική heavy metal μουσική, γρήγορη δράση και έναν χειρισμό που έχει μια γραμμή εκμάθησης, ο τίτλος καταφέρνει να γίνεται μια μίξη παλαιού και νέου, παίρνοντας παλιές φόρμουλες και παρουσιάζοντας τες στον παίχτη υπό μια νέα οπτική. Κάθε του στοιχείο χρησιμοποιείται έξυπνα, για να ενισχύσει την απλή αλλά όχι απλοϊκή gameplay λούπα του. Ένας τίτλος έκπληξη που αξίζει να ασχοληθείτε μαζί του.