Το Beautiful Desolation είναι ένα παραδοσιακό sci-fi adventure σε ισομετρική οπτική. Δημιουργήθηκε από τα αδέρφια Bischoff, μέλη του studio The Brotherhood (γνωστό και για το horror adventure Stasis) και μαζί με την Untold Tales συνεργάστηκαν στην έκδοση του παιχνιδιού. Με την βοήθεια του Kickstarter, ο τίτλος ήρθε αρχικά στους υπολογιστές, και στις 28 Μαΐου κυκλοφόρησε ως port σε όλες τις κονσόλες.
Η ιστορία μας εκτυλίσσεται στην Νότια Αφρική όπου ένα εξωγήινο διαστημόπλοιο, το Penrose, έχει κάνει την εμφάνιση του, αναβαθμίζοντας κατά τη παραμονή του, τη τεχνολογία της ανθρωπότητας. Ο πρωταγωνιστής μας Mark Leslie, όντας δημοσιογράφος παίρνει την αμφιλεγόμενη απόφαση να επισκεφθεί το διαστημόπλοιο ώστε να μάθει περισσότερα για την προέλευση του και τις προθέσεις των επιβατών του. Σε αυτό θα χρειαστεί την βοήθεια του αδερφού του, Don, ενός καλοκάγαθου γίγαντα και βετεράνου πολέμου. Τα αδέρφια επιβιβάζονται στο Penrose και γρήγορα στην ομάδα προστίθεται η Pooch, μια ΑΙ σε μορφή μηχανικού σκύλου. Ξαφνικά λόγω μιας έκρηξης η παρέα βρίσκεται σε ένα άλλο timeline, σε μια ταυτόχρονα άγνωστη αλλά και γνώριμη περιοχή. Kαι κάπως έτσι ξεκινάει η αναζήτηση ενός τρόπου να επιστρέψουν οι χαρακτήρες στο δικό τους κόσμο και χρόνο.
Ο κόσμος του παιχνιδιού είναι και από τα δυνατότερα του σημεία. Η post apocalyptic Aφρική αποτελείται από διαφορετικούς χάρτες, καθένας με τις δικές του περιοχές αλλά και κρυμμένες τοποθεσίες. Η μεταφόρα μας γίνεται με το διαστημόπλοιο Buffalo και μέσω ενός portal που στην αρχή του παιχνιδιού θα χρειαστεί να ενεργοποιήσουμε, ώστε να μπορούμε να κινούμαστε ελεύθερα.
Αυτό που αμέσως εντυπωσιάζει είναι η ποικιλία τόσο στον αριθμό των περιοχών όσο και στο ύφος τους. Κάθε μια από αυτές, έχει έναν αποκλειστικά δικό της χαρακτήρα που αντικατοπτρίζεται τόσο στα περιβάλλοντα όσο και στους κατοίκους της. Θα συναντήσουμε από παραδοσιακά τοπία που θυμίζουν κάτι από τον δικό μας κόσμο, μέχρι ζούγκλες όπου τα μεταλλαγμένα φυτά ανησυχούν για την ασφάλεια τους, ηφαιστειογενή χωριά όπου οι ιθαγενείς είναι σε σύγκρουση με την γειτονική φυλή αλλά και μπαρ όπου οι ιδιαίτεροι θαμώνες του έχουν μια δική τους ιστορία να μας αφηγηθούν. Το πόσο έντονα διαφορετικός είναι κάθε πολιτισμός συνειδητοποιεί κανείς, όταν παρ’ολο το αχανές του χάρτη μπορεί εύκολα να θυμηθεί και να ξεχωρίσει κάθε έναν από αυτούς.
Αυτό που έρχεται να χαλάσει σε κάποιον βαθμό την συνοχή των κόσμων είναι η απόφαση των δημιουργών να δώσουν μια ισομετρική οπτική στο παιχνίδι. Και ενώ ως έναν πολύ μεγάλο βαθμό οι λεπτομέρειες και τα τοπία εποφελούνται από αυτή την οπτική, ταυτόχρονα δημιουργεί και ζητήματα στην περιήγηση του παίκτη. Πολλές φορές μέσα στο παιχνίδι η αίσθηση του βάθους φαίνεται να μην λειτουργεί σωστά με αποτέλεσμα ένα σημείο που φαίνεται προσπελάσιμο να μην είναι τελικά αλλά και το αντίστροφο.
Οι NPCs του παιχνιδιού παρ’οτι παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια των διαλόγων με ένα επαναλαμβανόμενο animation είναι στην πλειοψηφία τους αξιομνημόνευτοι. Πως μπορεί κανείς να ξεχάσει άλλωστε μια μηχανική κατασκευή με ράστα και Τζαμαϊκανή προφορά ή ένα σύνολο από νανίτες που έχει χωριστεί από τους δικούς του και ψάχνει την επανένωση; Πιθανώς λόγω του χαμηλού budget του παιχνιδιού ωστόσο, τα voice overs του πληθυσμού έχουν πολύ έντονο το στοιχείο της ηλεκτρονικής παραμόρφωσης ώστε να εξυπηρετηθεί η διαφορετικότητα, κάτι το οποίο ίσως αρχικά φανεί ενοχλητικό αλλά μετά από κάποια ώρα γίνεται κομμάτι του εκάστοτε χαρακτήρα.
Οι διάλογοι με τους κατοίκους έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον όχι μόνο για την εξέλιξη του σεναρίου αλλά και για τις ιδέες και τις σκέψεις που παρουσιάζονται μέσα από αυτούς. Η ατμόσφαιρα των συζητήσεων είναι συνήθως βαριά και σκοτεινή, με ελάχιστες εξαιρέσεις χιούμορ. Θίγονται έντονα τα θέματα του ανθρωπισμού, της φύσης και της εξέλιξης της τεχνολογίας, της οικογένειας και της θρησκείας αλλά χωρίς ποτέ αυτό να γίνεται βεβιασμένα ή με επίκληση στο συναίσθημα.
Για να εξελιχθεί η ιστορία μας, θα χρειαστεί να μεταφερθούμε από περιοχή σε περιοχή συλλέγοντας τα απαραίτητα αντικείμενα και κάνοντας πολλά από αυτά combine μέσα από το λιτό inventory μας. Και ενώ οι γρίφοι που θα βρεθούν στον δρόμο μας, δεν έχουν ιδιαίτερη δυσκολία, σύγχυση προκαλούν τα quests που πρέπει να ολοκληρωθούν, και κυρίως η τοποθεσία αυτών. Μέσα από διαλόγους με τους NPCs αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο, μας δίνοται στοιχεία για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν, αλλά είναι αρκετές φορές δύσκολο να κατανοήσουμε το προς τα που πρέπει να κινηθούμε ή τι ακριβώς πρέπει να αναζητήσουμε. Αυτό που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την κατάσταση είναι ότι κατά τη ροή της ιστορίας ταυτόχρονα τρέχουν πολλά plot lines, με αποτέλεσμα ενώ για παράδειγμα έχουμε ήδη βρει ένα αντικείμενο για το βασικό quest να πρέπει απλά να φύγουμε και αμέσως μετά ξαναγυρίσoυμε σε μια περιοχή ώστε να συγχρονιστεί η πλοκή και να μπορέσουμε να κάνουμε προόδο στο παιχνίδι.
O χειρισμός του Mark είναι απλός και γίνεται μέσω του αριστερού αναλογικού μοχλού. Τα υπόλοιπα κουμπιά αντιστοιχούν στο Inventory, τον χάρτη, το Codex της ιστορίας μας αλλά και τον ασύρματο. Λόγω της αρχικής κυκλοφορίας του παιχνιδιού σε PC, το UI δείχνει αρχικά μπερδεμένο αλλά παραβλέπεται πολύ εύκολα στην συνέχεια.
Την περιπέτεια της παρέας συνοδεύει η μουσική του αγαπημένου Mick Gordon (Doom, Wolfenstein κ.α) η οποία είναι διακριτική αν και πολλές φορές απούσα. Αυτό που είναι αναπάντεχα καλοδουλεμένο στον ηχητικό τομέα του παιχνιδιού, είναι oi περιβάλλοντες ήχοι του. Μπορούμε για παράδειγμα να ξεχωρίσουμε πότε οι χαρακτήρες τρέχουν πάνω σε ξύλο ή άμμο, κάτι για το οποίο δεν υπήρχε απαίτηση σε έναν indie τίτλο αλλά αποδεικνύει το πάθος και το μεράκι των δημιουργών του.
Στο σύνολο του το Beautiful Desolation είναι ένα ταξίδι σε άγνωστους κόσμους και πολιτισμούς, με πολλές και ενδιαφέρουσες ιστορίες να ακούσουμε και να διαβάσουμε. Σίγουρα λόγω του αργού ρυθμού του αλλά και των πολλών διαλόγων, δεν απεύθυνεται σε ευρύ κοινό. Γι’αυτούς όμως που έχουν την υπομονή και την περιέργεια, το παιχνίδι προσφέρει μια εμπειρία 13-15 ωρών που δεν συναντάμε συχνά.