Το Avatar: Frontiers of Pandora είναι ένα παιχνίδι που πιθανότατα έπρεπε να κυκλοφορήσει πέρυσι, τέτοια εποχή, επιδιώκοντας να εκμεταλλευτεί τον ντόρο του κινηματογραφικού Avatar: The Way of Water. Ο ένας χρόνος που μεσολάβησε είδε την ταινία του James Cameron να σπάει τα ταμεία, διαγράφοντας τρομακτική πορεία στο box office, ισχυροποιώντας έτσι ακόμη περισσότερο το franchise. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ubisoft κυκλοφορεί τη δική της προσπάθεια στο IP, αναθέτοντας μάλιστα το project στη Massive Entertainment, ένα από τα πιο παραγωγικά studios της γαλλικής εταιρείας.
Θεωρώ πως εξ’ αρχής θα ήταν καλό να ξεκαθαρίσω την άποψη μου για το franchise γενικότερα. Πιστεύω ακράδαντα πως τα Avatar δείχνουν το δρόμο στα υπόλοιπα φιλόδοξα blockbusters για το πως πρέπει να δείχνουν στη μεγάλη οθόνη. Ο Cameron, μαιτρ του μπλοκμπαστερικού ιδιώματος, έχει χτίσει ένα πανέμορφο σύμπαν, με τρομερή έμφαση στη λεπτομέρεια και με μία κατασκευαστική μαεστρία που δεν συναντάται εύκολα. Παράλληλα όμως, αφήνοντας στην άκρη το eye candy της υπόθεσης, επιτρέψτε μου να θεωρώ πως το σύμπαν δεν έχει δώσει έως τώρα κάποια αξιομνημόνευτη ιστορία, βρίσκω δε αρκετά υποτονικά τα σενάρια των 2 ταινιών. Παραδόξως, τέτοια ακριβώς ήταν και η εμπειρία μου με το Frontiers of Pandora, για λόγους που θα αναλυθούν στη συνέχεια.
Το σενάριο μας ξεκινά με τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της επιλογής μας και 4 ακόμη Na’vi να έχουν απαχθεί ως παιδιά από τους ανθρώπους, υπό την ηγεσία του John Mercer, για να αποτελέσουν διαπραγματευτές ανάμεσα στις 2 φυλές. Όταν οι 5 Na’vi σηκώνουν κεφάλι απέναντι στην αυστηρή πολιτική του Mercer, ταυτόχρονα με τον ερχομό του Jake Sully (cc: πρωταγωνιστής της πρώτης ταινίας) στην Pandora, μία γιατρός αναγκάζεται να τοποθετήσει τους νεαρούς σε κρυογονικούς θαλάμους για να τους γλιτώσει. Ξυπνώντας, 16 χρόνια αργότερα, αφού γλιτώνουν για μία ακόμη φορά από τον θυμό του Mercer, ο πρωταγωνιστής μας και οι φίλοι του είναι επιτέλους ελεύθεροι στον πανέμορφο κόσμο της Pandora.
Κάπως έτσι εκκινεί ένα πέρα ως πέρα προβλεπόμενο σενάριο, διάρκειας 15 περίπου ωρών, που περιλαμβάνει για μία ακόμη φορά τον custom χαρακτήρα μας ως τον “εκλεκτό”, ο οποίος θα ενώσει τις διάφορες φυλές των Na’vi, θα τους εισάγει στη λεγόμενη Resistance και στις πλάτες του θα βασιστεί η επιβίωση ολόκληρης της Pandora, απέναντι στην καταστροφική μανία των RDA, των ανθρώπων δηλαδή που στενεύουν τον κλοιό γύρω από το πλούσιο οικοσύστημα. Η αφήγηση της βασικής ιστορίας είναι άκρως νωχελική, ιδίως στις πρώτες της ώρες, με τα cutscenes να θυμίζουν – παρά τα πανέμορφα γραφικά – έναν τίτλο κατώτερης παραγωγής, εξαιτίας της μετριότατης σκηνοθεσίας. Μπορεί λοιπόν, το βασικό premise να είναι παρόμοιο με αυτό των ταινιών, η απουσία όμως ενός δημιουργού του επιπέδου του Cameron βγάζει μάτι.
Έτσι, θα φάτε αρκετές ώρες να περιφέρεστε από το ένα αρχηγείο της Επανάστασης στο άλλο, μιλώντας στο μεταξύ με ένα κάρο χαρακτήρες, οι οποίοι στερούνται προσωπικότητας σε τέτοιο βαθμό που φτάσαμε στα credits χωρίς να έχουμε καταφέρει να τους ξεχωρίζουμε μεταξύ τους. Η ελλιπής ανάπτυξη των χαρακτήρων επεκτείνεται και στον πρωταγωνιστή μας, ο οποίος επωμίζεται το ρόλο του “Chosen One” από το πουθενά και στην ουσία επιδίδεται σε σειρά θελημάτων που του αναθέτουν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, θελήματα που μάλιστα μοιάζουν τρομερά μεταξύ τους και η φύση των οποίων μάλλον δικαιολογεί εν τέλει τον χαρακτηρισμό του “μπλε Far Cry” που έχει αποδοθεί στο παιχνίδι από πολλούς.
Για να εξηγούμαστε, εάν έχετε παίξει ένα Far Cry, γνωρίζετε ήδη το ποιόν των βασικών αποστολών του Frontiers of Pandora. Τεράστιες βάσεις, γεμάτες από αντιπάλους, objectives του τύπου “κατεβάστε 3 μοχλούς”, mini-games με hacking, ελαφρύ platforming, παντελής διάθεση για πειραματισμό, είναι στοιχεία που έχουμε δει ξανά και ξανά. Αυτό ισχύει περίπου για τα 2/3 της βασικής ιστορίας και παρότι το τελευταίο κομμάτι καταφέρνει να γίνει πιο διασκεδαστικό, χωρίς βέβαια να βγάζει την Ubisoft από το comfort zone της, μάλλον είναι too little, too late. Όσο για τα side quests, εάν ο κυνηγός του καταυλισμού έχει χαθεί, ας τον βρει κάποιος άλλος. Εμείς είμαστε απασχολημένοι να μαζεύουμε φρούτα σε άλλον καταυλισμό. Συναρπαστικό, δεν είναι;
Παράλληλα, γνώριμο είναι το σκηνικό και στο gameplay, αν και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αφού το gameplay της σειράς Far Cry κινείται συνήθως σε υψηλά επίπεδα. Έτσι και στο Avatar, χωρίς βέβαια κάποιον ιδιαίτερο μηχανισμό, το gameplay πρώτου προσώπου δεν απογοητεύει. Ο παίκτης μας έχει στη διάθεση του τόσο τα “πρωτόγονα” όπλα των Na’vi, όσο και τα κλασσικά όπλα του ανθρώπινου πολιτισμού και μπορεί να διαλέξει μία πιο stealth προσέγγιση ή μία all guns blazing λογική. Δυστυχώς, η πρώτη τακτική δεν στηρίζεται επαρκώς από τους υπάρχοντες μηχανισμούς και μάλλον θα προτιμήσετε μία πιο επιθετική προσέγγιση, η οποία στηρίζεται και με το παραπάνω από τις λειτουργίες του DualSense, με το χειριστήριο να αξιοποιείται σε επίπεδο που συνήθως συναντάται σε first-party τίτλους. Μακάρι να βλέπουμε τέτοια υποστήριξη συχνότερα.
Μπορεί η παικτική λούπα να είναι εντελώς βασική, όμως οι εχθροί του παιχνιδιού δεν αστειεύονται και ιδίως οι πιο μεγάλες βάσεις απαιτούν λίγη παραπάνω τακτική, τουλάχιστον αρχικά. Υπάρχουν βεβαίως τρόποι να δυναμώσετε τον παίκτη σας, είτε μέσω του skill tree, είτε μέσω της εύρεσης νέου οπλισμού, με το gear system να είναι στην ουσία αυτό που καθορίζει το επίπεδο του παίκτη και εάν μπορεί να φέρει εις πέρας μία αποστολή. Δυστυχώς, δεν νιώσαμε ποτέ πως το gear system, μαζί με το αντίστοιχο crafting, αποτελούν οργανικά κομμάτια της εμπειρίας, ενώ περισσότερο φαντάζουν ως μία μέθοδος πειθούς προς τον παίκτη να ασχοληθεί και με το παράπλευρο υλικό. Ακόμη και η συνεχής πτώση του stamina και η ανάγκη εύρεσης φαγητού δεν δείχνει να συνεισφέρει με κάποιον τρόπο.
Σίγουρα, όλα τα παραπάνω μας ωθούν στην περαιτέρω εξερεύνηση, αναδεικνύοντας για μία ακόμη φορά την εξαιρετική ευχέρεια της Ubisoft στο χτίσιμο των κόσμων της. Η Pandora έχει μεταφερθεί με τεράστια λεπτομέρεια, περιλαμβάνοντας μία συστάδα πανέμορφων οικοσυστημάτων, γεμάτα με χλωρίδα και πανίδα που μας δίνει μονίμως την αίσθηση οτι κινούμαστε μέσα σε έναν ολοζώντανο κόσμο, που επηρεάζεται από την παρουσία μας. Παραδείγματος χάριν, θα βρεθείτε σε περιοχές που έχουν παρακμάσει υπό την ανθρώπινη παρουσία, την οποία εάν καταφέρετε να εξοβελίσετε από το σημείο, θα δείτε τα ζώα να επιστρέφουν να ζήσουν στη θέση της και τα φυτά να ανθίζουν ξανά, δίνοντας σας περισσότερες πρώτες ύλες, αλλά και την ικανοποίηση (πλασματική και μη) οτι κάνετε κάτι ουσιαστικό στον κόσμο.
Ακόμη κι όταν όμως δεν κάνετε κάτι ουσιαστικό, μπορείτε να καβαλήσετε το Ikran σας, να πετάξετε και να απολαύσετε τον πολύχρωμο κόσμο από ψηλά, εκεί που δεν ανησυχείτε για απειλές. Τα εντυπωσιακά γραφικά του παιχνιδιού, χάρις στην αναβαθμισμένη μηχανή της Massive, δίνουν ένα ζηλευτό οπτικό αποτέλεσμα, ακόμη κι αν παίζετε στο (προτεινόμενο) performance mode. Εάν μάλιστα επιθυμείτε την περαιτέρω εμβύθιση στην Pandora, η λειτουργία Exploration είναι για εσάς. Η συγκεκριμένη ρύθμιση περιορίζει το HUD, αφαιρεί τα waypoints και σας αναγκάζει να ακολουθήσετε οδηγίες του τύπου “βόρεια, ακριβώς μετά από ένα πεσμένο δέντρο στο ποτάμι” για να βρείτε το επόμενο objective. Η προσθήκη αυτή είναι άκρως ευπρόσδεκτη και εάν υλοποιηθεί (ακόμη πιο) σωστά, έχει να δώσει πολλά στα παιχνίδια ανοιχτού κόσμου.
“Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα”, είναι μία φράση που αντιπροσωπεύει πλήρως ένα ακόμη παιχνίδι της Ubisoft, αφού το Avatar: Frontiers of Pandora υποπίπτει στα ίδια ακριβώς ατοπήματα που έχουν χαρακτηρίσει το πρόσφατο παρελθόν της εταιρείας. Ο τίτλος προτείνεται με σχετική ευκολία σε όσους θέλουν να περάσουν ξέγνοιαστα ένα καθ’ όλα άμυαλο 15ωρο, οι υπόλοιποι μάλλον θα θεωρήσουν ανούσια την ενασχόληση με ένα παιχνίδι που στερείται κάθε φιλοδοξίας ή/και έμπνευσης. Πόσο μάλλον όταν αυτό συνοδεύεται από ένα σενάριο που κάθε εξέλιξη είναι προδιαγεγραμμένη από τα εναρκτήρια credits.
Με τόσα σημαντικά αρνητικά και 7αρακι;
Ένα 5αρακι και πολύ του είναι!
Η Ubi πρέπει να ξυπνήσει κάποτε.
Κατάντησε το μόνο νέο φρέσκο παιχνίδι της εδώ και χρόνια να ειναι το 2d Prince of Persia που θα βγει σε κάνα μήνα.
Κατάντια!
Όντως, κι εγω δεν κατάλαβα πως ταιριάζει το 7 στο κείμενο, το οποίο έχει πολύ αρνητικό πρόσημο.