Μετά το κάπως υποτονικό Lords of the Fallen και την επιτυχία της σειράς The Surge, η Deck13 πήρε την απόφαση να αφήσει πίσω της το Soulslike genre και να αναπτύξει έναν πιο mainstream τίτλο. Αυτός ο τίτλος έμελλε να είναι το Atlas Fallen, ένα -περίπου- open world παιχνίδι δράσης, που θεωρητικά απευθύνεται σε μία πολύ πιο ευρεία γκάμα από gamers. Φυσικά, σε ένα τόσο κορεσμένο είδος, το παιχνίδι έχει πολλά να αποδείξει απέναντι στον ανταγωνισμό. Τα καταφέρνει άραγε;
Κάτι που πραγματικά εντυπωσιάζει καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού είναι τα κοινά που μοιράζεται με έναν ακόμη τίτλο του ίδιου genre, που κυκλοφόρησε φέτος και σε γενικές γραμμές απογοήτευσε. Αναφερόμαστε φυσικά στην περίπτωση του Forspoken, καθώς όπως θα δείτε στη συνέχεια, όχι μόνο τα 2 παιχνίδια παρουσιάζουν τα ίδια προτερήματα και μειονεκτήματα, αλλά ακόμη και η κεντρική τους ιδέα είναι λίγο-πολύ η ίδια. Έτσι, εδώ αναλαμβάνουμε το ρόλο ενός custom χαρακτήρα, ο οποίος ξεκινά από το μηδέν και εξελίσσεται σιγά-σιγά στον σωτήρα του κόσμου του, ενός κόσμου που έχει παρακμάσει πλήρως κάτω από το ζυγό του Thelos, μίας αρχαίας θεότητας που έχει σπείρει τον όλεθρο. Όταν ένα αρχαίο γάντι, που προσφέρει ειδικές δυνάμεις, βρεθεί στην κατοχή του ήρωα μας, τότε εκείνος επιλέγει να προστατέψει τους αδυνάτους από τη μανία του Thelos, βοηθώντας τους παράλληλα να ανακτήσουν τον έλεγχο της Γης τους. Σας θυμίζει κάτι;
Από εκεί και πέρα, το κεντρικό σενάριο είναι αρκετά απογοητευτικό. Δεν είναι πως κάνει πολλά πράγματα λάθος, απλώς είναι εξίσου δύσκολο να εντοπίσει κάποιος τα πράγματα που κάνει καλά. Η ιστορία μας είναι η κλασσική ιστορία του εκλεκτού που προορίζεται να σώσει τον κόσμο και δεν ξεστρατίζει ποτέ από αυτό το μονοπάτι. Η πλοκή δεν έχει ανατροπές ή κορυφώσεις και μάλιστα διαρκεί λίγο, γύρω στο 12ωρο. Η προσωπικότητα του πρωταγωνιστή μας δεν έχει καμία στοιχειώδη ανάπτυξη σε κανένα σημείο, ενώ και οι υπόλοιποι χαρακτήρες που απαρτίζουν το cast είναι εξίσου αδιάφοροι και δεν διαδραματίζουν και κανένα σημαντικό ρόλο στα γεγονότα. Σε όλα τα παραπάνω δεν βοηθούν καθόλου τα σοκαριστικά χαμηλά production values, που βλάπτουν τόσο την αφήγηση και τα σχεδόν ανύπαρκτα cutscenes, όσο και την παρουσία των NPCs, με όλες τις συζητήσεις να είναι πλήρως στατικές και να θυμίζουν τίτλους 15ετίας.
Σε τι ωφελούν οι προαναφερθείσες συζητήσεις όταν δεν προχωρούν τη βασική πλοκή..; Μάλλον σε τίποτα, χάρις στην παντελή έλλειψη του RPG στοιχείου. Οι διάλογοι προσφέρουν κάποιες επιλογές, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς επιλογές, αφού δεν οδηγούν σε κάτι ουσιαστικό, ούτε επηρεάζουν με κάποιο τρόπο τις εξελίξεις του σεναρίου, η πορεία του οποίου είναι πλήρως προκαθορισμένη. Πρακτικά, ο μόνος λόγος που υπάρχει για να μιλήσετε με κάποιον δευτερεύοντα NPC είναι για να εκκινήσετε τα διαθέσιμα side quests. Όταν βέβαια ολοκληρώσετε και 5-10 από αυτά τα side quests, μάλλον θα σταματήσετε να ασχολείστε, αφού θα αντιληφθείτε οτι δεν έχουν κάτι να προσφέρουν.
Παρότι χωρίζονται σε side missions και errands, όλα τους διακατέχονται από μία “fetch” λογική και συνήθως θα αναγκάσουν τον παίκτη να εξολοθρεύσει συγκεκριμένους εχθρούς ή να αναζητήσουν και να βρούνε ανθρώπους που έχουν χαθεί από τους καταυλισμούς. Φυσικά δεν έχουν και κάποιο αντίκτυπο στον κόσμο κι έτσι μάλλον το xp είναι ο μόνος λόγος για να ασχοληθείτε μαζί τους σχολαστικά. Αφηγηματικά ανύπαρκτα και δομικά απαρχαιωμένα, τα side quests υπάρχουν απλώς για να αυξήσουν τη διάρκεια. Σίγουρα πάντως η ενασχόληση σας δεν θα αγγίξει τις 25-35 ώρες που μας είχαν υποσχεθεί οι developers, με το μέσο playthrough να μοιάζει να κινείται στο 15ωρο, άντε 20ωρο για τους πολύ μερακλήδες. Ναι μεν υπάρχει υλικό και για παραπάνω, το υλικό όμως αυτό δεν αξίζει τόσο μεγάλο κομμάτι του χρόνου σας.
Ο τίτλος σώζεται σε μεγάλο βαθμό από το gameplay του, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του Forspoken. Η action πλευρά του παιχνιδιού πετυχαίνει το σκοπό της, με το σύστημα μάχης να είναι αρκετά διασκεδαστικό και να προσφέρει τη δυνατότητα για αρκετές παραμετροποιήσεις, με τα νέα όπλα στα οποία μπορεί να μεταμορφωθεί το gauntlet που έχετε στην κατοχή σας ή με τις νέες δυνάμεις που ενεργοποιείτε. Στην πραγματικότητα οι πάμπολλες πανοπλίες και τα essence stones που αποκτάτε και προσαρτάτε σε αυτές, προσφέρουν τεράστια ελευθερία στο build που θέλετε να χτίσετε, επηρεάζοντας και το τρέχον moveset του παίκτη. Παράλληλα, η μπάρα “momentum” γεμίζει όσο μεγαλύτερο combo πετυχαίνετε και δίνει στο γάντι ισχυρότερες ικανότητες, για να αξιοποιήσετε στη συνέχεια. Όσο πετυχαίνετε τους εχθρούς, γεμίζετε και τα διαθέσιμα heals, κάτι που σημαίνει οτι πρέπει να αξιολογήσετε σωστά τα ρίσκα που είστε διατεθειμένοι να πάρετε.
Η μάχη είναι σώμα-με-σώμα και αν και νομίζουμε πως κάποιο ranged όπλο θα ταίριαζε αρκετά, το τελικό αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό και ευτυχώς δηλαδή, καθώς οι μάχες αποτελούν βασικό κομμάτι της εμπειρίας. Τα boss fights βέβαια δεν εντυπωσιάζουν με την ευρηματικότητα του σχεδιασμού τους, αφού θα βρεθείτε να χτυπάτε για ώρα τα κομμάτια της πανοπλίας των τεράτων, αντί για τα ίδια τα τέρατα, προσφέρουν όμως αυξημένη πρόκληση και συνδυάζουν αρμονικά τα συστήματα του parry, του dodge και των βασικών επιθέσεων του παίκτη. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως μπορείτε να ασχοληθείτε με τον τίτλο σε co-op με κάποιον φίλο και να διασκεδάσετε ακόμη περισσότερο μέσω της συνεργασίας στις μάχες. Με ενδιαφέρον παρατηρήσαμε πως ο κάθε παίκτης μπορεί να είναι σε διαφορετικό σημείο του χάρτη και να παίζει διαφορετικό quest, εάν το επιθυμεί. Για όποιον αναρωτιέται όμως, ο host είναι ο μόνος που διατηρεί την πρόοδό του κι έτσι ίσως χρειαστεί να παίξετε ξανά κάποιες αποστολές εκτός του co-op session.
Το πιο απολαυστικό κομμάτι του Atlas Fallen είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, η μετακίνηση στον κόσμο του. Ο χάρτης του παιχνιδιού χωρίζεται σε 5 μεγάλες περιοχές, που γίνονται προσβάσιμες σιγά-σιγά. Κάθε μία από αυτές ξεχωρίζει μορφολογικά και περιέχει δεκάδες σημεία ενδιαφέροντος, με πλούσιο lore, το οποίο θα άξιζε να αναζητήσει κανείς ως συμπλήρωμα σε ένα καλό βασικό σενάριο, που εδώ δεν υφίσταται. Φυσικά, το στοιχείο που κυριαρχεί και στις 5 περιοχές είναι η άμμος, με αχανείς ερήμους, ως εκεί που βλέπει το μάτι. Υπάρχουν μεγαλειώδεις πόλεις, καταυλισμοί, χωριά, ακόμη και μικρά δάση, όμως αποτελούν τη συντριπτική μειοψηφία. Ο παίκτης μετακινείται σε αυτές τις ερήμους μέσω ενός απολαυστικού συστήματος sand surfing, που μέσα στην απλότητα του, είναι απόλυτα ταιριαστό και θα είχε ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο, εάν οι developers επιδίωκαν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες του χειριστηρίου, κάτι που δεν συμβαίνει. Παράλληλα, το αδιάφορο παράπλευρο υλικό μάλλον μας σπρώχνει προς την κατεύθυνση του fast travel, όταν αυτό γίνεται διαθέσιμο. Δυστυχώς, ένας καλοφτιαγμένος κόσμος δεν αρκεί από μόνος του.
Αναφέραμε ήδη το φτωχό επίπεδο παραγωγής, κάτι που είναι έκδηλο και στον οπτικό τομέα. Αρχικά να πούμε πως το παιχνίδι προσφέρει 2 modes γραφικών, τα κλασσικά quality και performance, με το δεύτερο να προσφέρει απόδοση στα 60 fps και να προτείνεται με χαρακτηριστική ευκολία. Από εκεί και πέρα, ανεξαρτήτως mode, η περιορισμένη πιστότητα της εικόνας δεν χωρά αμφισβήτηση. Παρότι κανένα από τα προβλήματα δεν αλλοιώνει την εμπειρία σε βαθμό που να αποθαρρύνει από την ενασχόληση με τον τίτλο, το πολύ όμορφο εικαστικό πηγαίνει “χαμένο” πίσω από διάφορα μικρότερα ζητήματα, με κάμποσο aliasing, shimmering και ένα απαράδεκτο film grain, το οποίο ευτυχώς μπορεί να απενεργοποιηθεί από τις ρυθμίσεις. Γενικότερα όμως η λεπτομέρεια των γραφικών απουσιάζει, τα textures είναι μετριότατα, τα μοντέλα των χαρακτήρων μας έρχονται κατευθείαν από το PS3 και σίγουρα το τελικό αποτέλεσμα δεν θυμίζει ιδιαίτερα όσα βλέπαμε στα εντυπωσιακά trailers.
Συνοψίζοντας, το Atlas Fallen είναι ένα παιχνίδι που δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη μετριότητα. Υπηρετώντας μάλιστα ένα είδος με δεκάδες ακόμη επιλογές, γίνεται ακόμη πιο δύσκολο για τον τίτλο να ξεχωρίσει. Με ένα σενάριο που έχει χάσει την όποια σοβαροφάνεια του από τις πρώτες κιόλας ώρες και έναν κόσμο που ελάχιστες συγκινήσεις έχει να προσφέρει, η νέα προσπάθεια της Deck13 δύσκολα θα βάλει το studio στο χάρτη του “mainstream”. Παρόλα αυτά, είναι ικανό να σας διασκεδάσει για κάποιες ώρες, σε μία πιθανή πτώση τιμής.