Παρότι ο γράφων δεν ήταν εκείνος που επιμελήθηκε την κριτική του κυρίως παιχνιδιού, αυτή τον βρίσκει σύμφωνο στο σύνολο της. Ναι, το Assassin’s Creed Valhalla είναι ένα αρκετά καλό παιχνίδι και πιθανότατα το πιο διασκεδαστικό της RPG “τριλογίας” της σειράς. Πιστή στο ραντεβού της με τη δομή που ακολουθεί στα season passes της, η Ubisoft κυκλοφόρησε το πρώτο από τα δύο μεγάλα expansions της, το Wrath of the Druids. Το εν λόγω DLC μεταφέρει τον Eivor και τη δράση σε νέο χάρτη και επικεντρώνεται στην αίρεση των Children of Danu, ανακατεύοντας(;) την τράπουλα σε σχέση με το κυρίως παιχνίδι. Ας δούμε τι καταφέρνει το Wrath of the Druids και κυρίως εάν αξίζει μία πιθανή επένδυση στο season pass του Valhalla.
Η πλοκή μας ξεκινά στο Ravensthorpe, όταν ο Eivor δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη μίας εμπόρου από την Ιρλανδία. Βλέποντας την ευκαιρία για μία νέα ισχυρή συμμαχία να παρουσιάζεται, ο παίκτης μεταφέρεται στη χώρα, όπου τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Η κυριαρχία του προτεινόμενου ως Βασιλιά της περιοχής αμφισβητείται έντονα, ενώ η αίρεση που είναι γνωστή ως Children of Danu έχει εισχωρήσει βαθιά στα υψηλά κοινωνικά στρώματα. Όπως συνέβαινε και στο κυρίως παιχνίδι, ο Eivor ξεκινά να βοηθά για την αποκλιμάκωση της έντασης στην Ιρλανδία, βάζοντας τα με γνωστούς, αλλά και νέους εχθρούς. Η ιστορία του DLC δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας και μας δίνει την αίσθηση οτι την έχουμε ξαναδεί παραπάνω από μία φορές στο πρωτότυπο παιχνίδι. Αναγνωρίζουμε βέβαια πως πρόκειται για μία πιο focused εμπειρία, η οποία δεν αποπροσανατολίζει με την κλίμακα της, πράγμα που σπάνια αποφεύγεται στα τελευταία παιχνίδια της σειράς.
Δυστυχώς, κόντρα σε όσα θα περίμενε κάποιος, το expansion δεν καταβάλει την ελάχιστη προσπάθεια να επεκτείνει το lore και να συμπληρώσει το βασικό παιχνίδι. Αποτελεί κυριολεκτικά ένα ακόμη βασίλειο με το οποίο ο Eivor προσδοκά να συνάψει συμμαχία και τίποτα παραπάνω. Όταν όμως αυτή η λούπα έχει ήδη λάβει χώρα 16 φορές στο main game, τότε μάλλον η Ubisoft κινήθηκε πολύ πιο safe απ’ ό,τι θα έπρεπε. Σίγουρα, η συνταγή δεν θα διαφοροποιούταν ποτέ πλήρως, όμως θα θέλαμε να δούμε το studio να παίρνει κάποιες δημιουργικές πρωτοβουλίες και να δίνει κάτι το διαφορετικό, έστω και όσον αφορά το lore. Μην περιμένετε σε καμία περίπτωση ένα DLC που εμβαθύνει στο τάγμα των Assassins, όπως έπραξαν τα The Hidden Ones και Legacy of the First Blade στα Origins και Odyssey αντίστοιχα.
Αναπόφευκτα, το DLC θυμίζει ένα γιγαντιαίο side quest. Η αφήγηση αποτυγχάνει να κάνει τον παίκτη να ενδιαφερθεί για τα τεκταινόμενα και τους χαρακτήρες, αφού όλα μας θυμίζουν καρμπόν τα όσα είδαμε στο βασικό παιχνίδι. Την εμπειρία δεν βοηθούν ιδιαίτερα τα ίδια τα quests, τα οποία είναι πλήρως ανέμπνευστα και στην πλειοψηφία τους ακολουθούν την fetch λογική. Μάλιστα, υπάρχουν φορές που το σενάριο αναγκάζει τον παίκτη να κυνηγήσει τους Children of Danu, οι οποίοι αποτελούν τους αντίστοιχους Ancients ή ακόμη και πλήρως δευτερεύουσες αποστολές, όπως τα raids, εδώ γίνονται υποχρεωτικά, σε μία κίνηση που δείχνει πως η Ubisoft είχε ξεμείνει πλήρως από έμπνευση κατά τη δημιουργία του DLC. Δεν υποκρινόμαστε πως το Valhalla δεν έχει δεκάδες στιγμές που βάζει τον παίκτη να κάνει τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά, όμως εκεί συνοδευόταν από πιο ενδιαφέρουσες μικρές ιστορίες, καταφέρνοντας να μην κουράζει εξίσου.
Ακόμη και οι νέοι εχθροί, η αίρεση των Children of Danu παίζει πολύ δευτερεύοντα ρόλο και μάλλον μένει στο background πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε. Ακόμη και gameplay-ακά δεν διαφοροποιούν στο ελάχιστο το πως θα κινηθεί ο Eivor, παρά τη μικρή αύξηση πρόκλησης που παρουσιάζουν. Συνεισφέρουν βέβαια στο στήσιμο κάποιων λίγο πιο ακραίων σκηνικών, αφού θα συναντήσουμε μικρούς οικισμούς με καρφωμένα κρανία ζώων ή σκοτεινά δρομάκια με κρεμασμένους ανθρώπους από τα δέντρα, αλλά θα περίμενε κανείς να έχουν περισσότερο χρόνο στις οθόνες μας. Μάλιστα, όταν προς το τέλος περνούν στον πυρήνα της εξιστόρησης, η έκθεση στο fantasy στοιχείο είναι κάπως υπερβολική και το παιχνίδι αρχίζει να θυμίζει περισσότερο superhero ταινία των 90’s, παρά έναν ώριμο αφηγηματικά τίτλο. Απαιτούταν κάπως καλύτερη ισορροπία ανάμεσα σε ρεαλιστικό και μυθολογικό από πλευράς Ubisoft.
Τα όσα νέα φέρνει το expansion στο τραπέζι είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αρχικά έχουμε το προαναφερθέν κυνήγι των Children of Danu, το οποίο θυμίζει ένα μίνι κυνήγι του Order of the Ancients που γνωρίζουμε. Η αίρεση έχει τη δική της διάρθρωση και ο Eivor κυνηγά ένα-ένα τα μέλη της, μέχρι να φτάσει σε αυτόν που βρίσκεται πραγματικά πίσω από όλα. Βέβαια, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία εάν θα ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο κομμάτι του παιχνιδιού, αφού το κυρίως σενάριο αποκαλύπτει εν τέλει τον βασικό υπεύθυνο, χωρίς να χρειάζεται να κυνηγήσετε όλους τους κατωτέρους του. Έτσι, αμφιβάλλουμε κατά πόσο θα ενδιαφερθεί κάποιος να κυνηγήσει τους cultists που δεν σχετίζονται με τη βασική πλοκή, αφού δεν του δίνονται τα απαραίτητα κίνητρα για να το κάνει.
Έπειτα, έχουμε το εμπόριο, το οποίο αφορά την κατάκτηση κάποιων trade posts και την αναβάθμιση τους, στα πρότυπα της αναβάθμισης του οικισμού του Ravensthorpe στο βασικό παιχνίδι. Με την βελτιστοποίηση του κάθε trade post οδηγούμαστε και στη μεγιστοποίηση της φήμης του Δουβλίνου, κάτι που με τη σειρά του επιτρέπει στο trade network να αναπτυχθεί, δίνοντας έτσι πρόσβαση σε μοναδικό οπλισμό και ιδιαίτερες πρώτες ύλες. Ομολογουμένως, όσοι ασχολούνται με τα πάντα, θα βρούνε αρκετά εθιστικό το εν λόγω σύστημα, παρότι είναι εντελώς προαιρετικό. Από εκεί και πέρα, τα Royal Demands είναι επαναλαμβανόμενα side quests που ο Eivor βρίσκει στους περιστερώνες, για όποιον θέλει να μείνει περισσότερες ώρες στην Ιρλανδία. Εμείς επενδύσαμε γύρω στις 12 ώρες και θεωρούμε πως το 100% της εμπειρίας αγγίζει τις 16-17.
Όσον αφορά τον νέο αυτό κόσμο της Ιρλανδίας, μην περιμένετε μεγάλες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα όσα γνωρίζαμε από την Αγγλία. Τα τοπία είναι λίγο-πολύ τα ίδια και αποτελούνται ως επί το πλείστον από απέραντα πράσινα βοσκοτόπια, μικρές βαλτώδεις εκτάσεις, χωριά και μεγάλα φρούρια, με το Δουβλίνο φυσικά να δεσπόζει. Εντυπωσιακή ήταν η επίσης η μάλλον dynamic εμφάνιση κάποιων ουράνιων τόξων, η οποία αποτελεί “λουκούμι” για όσους ασχοληθούν με το αξιόλογο photo mode. Περιττό να τονίσουμε πως ο κόσμος του παιχνιδιού είναι για ακόμη μία φορά πανέμορφος, όχι οτι περιμέναμε κάτι λιγότερο από την Ubisoft. Εντύπωση δεν μας προκαλούν επίσης τα άπλετα glitches και bugs που συναντήσαμε λίγες μέρες πριν την επίσημη κυκλοφορία του DLC. Το δικό μας “τυχερό” έμελλε να παρουσιάζεται κάθε φορά που περιμέναμε βοήθεια για να ανοίξουμε κάποιο σεντούκι, ενώ χρειάστηκε και ένα reload ακριβώς πριν το τελικό boss. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερα απ’ όσα έχουμε συνηθίσει από τίτλο της Ubi και δεν μπορούμε να πούμε πως η εμπειρία μας αλλοιώθηκε ιδιαίτερα από τα μικροθεματάκια.
Συμπερασματικά, το Wrath of the Druids μάλλον απογοητεύει. Σε αντίθεση με τα όσα είχαμε δει στα Origins και Odyssey, το DLC δεν προσφέρει το παραμικρό στο lore της σειράς. Η Ubisoft έπαιξε πολύ safe και έκανε το expansion να μοιάζει περισσότερο με ένα τεράστιο side quest του Valhalla, χωρίς να παίρνει κανένα δημιουργικό ρίσκο. Τα fetch quests δίνουν και παίρνουν, ενώ και το cult που θα περίμενε κανείς να διαφοροποιεί κάπως το gameplay, καταλήγει να παίζει το ρόλο κομπάρσου. Σίγουρα, όποιος πέρασε καλά με το Valhalla θα βρεθεί σε γνώριμα λημέρια και θα απολαύσει το Wrath of the Druids, στο σύνολο του όμως δεν έχει να δώσει κάτι το τόσο ενδιαφέρον που να καθιστά την επένδυση στο season pass επιβεβλημένη.