Για τη σειρά Assassin’s Creed έχουμε ανάμεικτα συναισθήματα. Μέσα σε δύο γενιές παιχνιδιών έχει καταφέρει να προσφέρει ταξίδια σε κόσμους μιας άλλης εποχής, με την πιστότητα και αφοσίωση που τους αρμόζει. Ταξίδια μέσα στην ιστορία, περιπλανήσεις σε κτήρια, σοκάκια και τοποθεσίες που δεν υπάρχουν πια. Από την άλλη, κατά την πλειοψηφία των παιχνιδιών της, αδυνατεί να προσφέρει μια εμπειρία δεμένη και μεστή, με τα επιμέρους στοιχεία της να μην μπορούν σμιλευτούν ομαλά σε μια καλή συνολική εμπειρία. Το πρόβλημα το είδαμε εμφανώς με το Assassin’s Creed Odyssey, που ενώ προσέφερε έναν από τους πιο όμορφους κόσμους της σειράς, αποτέλεσε συνάμα και το παράδειγμα της χρυσής μετριότητας (χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό). Θα μπορέσει το Assassin’s Creed Valhalla να ξεπεράσει τον προκάτοχο του, να βελτιώσει τους μηχανισμούς της σειράς και να την επανεισάγει στην νέα γενιά, σε μια καινούργια εποχή γι αυτή; Θα το μάθουμε παρέα.
Ξεκινώντας το ταξίδι μας, το Assassin’s Creed Valhalla, όπως προμηνύει ο τίτλος, εξελίσσεται την εποχή των Βίκινγκς και πιο συγκεκριμένα το 873 μ.Χ, λίγο αφότου ο Ράγκναρ πέθανε στην Αγγλία, αφήνοντας τα παιδιά του να κυριαρχήσουν πάνω στα κεκτημένα του. Εμείς, ως Eivor, ακολουθούμε τον αδερφό μας Sigurd από την Νορβηγία, θέλοντας να ξεφύγουμε από την επιρροή του Harald Fairhair, του πρώτου βασιλιά αυτής. Αναχωρούμε για την Αγγλία, προς αναζήτηση της δόξας και του πεπρωμένου που αρμόζει στον Sigurd κι εμείς ως το δεξί του χέρι θα πρέπει να επεκτείνουμε την κυριαρχία της νέας μας αποικίας σε όλη την γηραιά Αλβιόνα. Αυτό που ακολουθεί, είναι μια ιστορία που δανείζεται αρκετά στοιχεία από τη σειρά Vikings, παίρνοντας όμως τα δικά της ρίσκα και μονοπάτια, για να μας δώσει μια αρκετά όμορφη εμπειρία. Δολοπλοκίες, προδοσίες, συμμαχίες, πόλεμοι και έρωτες είναι μερικά από τα πράγματα που θα κληθούμε να ασχοληθούμε και να επιλύσουμε.
Προχωρώντας στα τεχνικά χαρακτηριστικά του τίτλου, το Valhalla αποτελεί ένα από τα ομορφότερα παιχνίδια που υπάρχουν αυτή τη στιγμή. Αν και το review έγινε στο PS4, το παιχνίδι φαίνεται να έχει σχεδιαστεί ξεκάθαρα με τις κονσόλες νέας γενιάς στο μυαλό. Η Αγγλία είναι πανέμορφη, με τη βλάστηση να είναι ξεχωριστή σε κάθε περιοχή της, αναδεικνύοντας τες. Τα ποτάμια και οι παραπόταμοι έχουν μερικά από τα πιο ωραία εφέ νερού και οι ανακλάσεις του τοπίου πάνω τους είναι μαγευτικές. Τα μνημεία που έχουν αφήσει πίσω οι Ρωμαίοι, αποτελούν το έναυσμα για πολλούς μύθους και θρύλους μιας άλλης εποχής, ενώ δημιουργούν θλίψη για τη γνώση που κάποτε υπήρχε αλλά τώρα χάθηκε. Τα Χριστιανικά μοναστήρια που σιγά σιγά δίνουν τη θέση τους, σηματοδοτούν την αλλαγή της εποχής του παγανισμού, σε αυτή του μονοθεϊσμού, κάτι που έχει και ενεργό ρόλο στην ιστορία. Η λεπτομέρεια των χαρακτήρων και η ποιότητα των ενδυμάτων είναι χάρμα οφθαλμών, με τα animation να είναι σαφώς βελτιωμένα από το προηγούμενο παιχνίδι. Όλα αυτά σε ένα σταθερό frame rate, στα 30fps, που το παιχνίδι επιτυγχάνει κάνοντας χρήση του resolution scaling. Δυστυχώς, o ρυθμός ανανέωσης πέφτει σε κάποια σημεία, που είναι βαριά για το δυστυχές PS4. Πιο συγκεκριμένα, σε κάποιες πολιορκίες και τα χιονισμένα τοπία, η κονσόλα αδυνατεί θορυβωδώς να τα βγάλει πέρα.
Στον αντίποδα, η ομορφιά του κόσμου ρηγνύεται από γραφικές ατασθαλίες. Χαρακτήρες μπορούν και τηλεμεταφέρονται μπροστά στα μάτια μας, το άλογο μας όταν το καλούμε μπορεί να πέσει μπροστά μας από τον ουρανό, ή η κάμερα μερικές φορές που κάνει ότι θέλει χωρίς να μας υπακούει, είναι μερικά από τα πράγματα που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε. Πολλές φορές, χαρακτήρες κόλλησαν σε γραφικά ή σε animation, παραδίδοντας τη μοίρα τους στα χέρια του παίχτη. Τίποτα από αυτά, όμως δεν έφερε το παιχνίδι σε μια κατάσταση που να μας καταστήσει αδύνατο το να προχωρήσουμε την ιστορία. Παρόλα αυτά, υπήρξε ένα glitch, το οποίο έκανε soft-lock το παιχνίδι και συνάμα auto-save σε αυτή την κατάσταση, Αυτό έγινε κατά την έξοδο μας από έναν χάρτη, που ενώ σου ανοίγει τις πόρτες για να βγεις, δεν πρέπει να τις διασχίσεις, καθότι η έξοδος βρίσκεται στο πάτημα ενός κουμπιού. Εγώ τις διέσχισα μη βλέποντας το context-sensitive prompt, έπεσα έξω από τον χάρτη και το load με έβγαζε συνέχεια εκεί.
Συνεχίζοντας, ιδιαίτερα προβλήματα δημιουργούνται από τα animation στη μάχη. Ενώ η ποικιλία εχθρών, αλλά και των bosses είναι τεράστια και ενδιαφέρουσα, για κάποιο λόγο έχει δοθεί μεγάλο εύρος στις κινήσεις και τα animation του παίχτη και των χαρακτήρων. Αυτό κάνει την κίνηση άγαρμπη, τη μάχη χαοτική και την κάμερα να μην ξέρει πως να φερθεί σε αυτές τις καταστάσεις. Κάθε φορά που σκοτώνουμε έναν elite αντίπαλο, παίζει ένα χαριτωμένο τελειωτικό χτύπημα, το οποίο ουκ ολίγες οδήγησε την κάμερα σε 360 περιστροφές, ή την τρομοκράτησε αρκετά στο να κρυφτεί στους κοντινότερους θάμνους. Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός, ότι η μη χρήση του lock-on περιορίζει το εύρος μας με καλό τρόπο και κάνει τη μάχη πιο στρατηγική και καλύτερη.
Όσον αφορά τον ηχητικό τομέα, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να δοθεί στις ερμηνείες των χαρακτήρων. Ο/η Eivor (έχουμε την επιλογή να επιλέξουμε το φύλο του πρωταγωνιστή μας) αντιπροσωπεύεται αρκετά καλά και από τους δύο ηθοποιούς που δανείζουν τη φωνή τους. Η Eivor οριακά είναι καλύτερη με ιδιαίτερο πάθος στην ερμηνεία της, αλλά τελικά προτίμησα τον Eivor, κυρίως λόγω της δυναμικής με τον αδερφό του, αλλά και της πραότητας που τον χαρακτηρίζει στις ήρεμες στιγμές. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες εμπλουτίζουν όμορφα το παιχνίδι, προκαλώντας ποικίλα συναισθήματα στον παίχτη και προσφέρουν έναν πολυπόθητο χαρακτήρα στη σειρά. Είναι, δε τόσοι πολύ και εμπλέκονται σε τόσες ιστορίες που χρειάζονται εύσημα για το πως ο χαρακτήρας τους εξελίσσεται, δρα και ερμηνεύεται με τον αναμενόμενο τρόπο. Η μόνη ένσταση μου είναι στην Rondvi, γυναίκα του Sigurd, η οποία αποτελεί ένα παραλλαγμένο μοντέλο την Κασσάνδρας από το προηγούμενο παιχνίδι. Η ομοιότητα δεν βοηθά στον χαρακτήρα να ανασάνει και αυτό υπονομεύει τον ρόλο της στα δρώμενα.
Από την άλλη, η ηχητική ένδυση είναι ένας τομέας που χωρά πολύ συζήτηση. Τη μουσική την έχουν συνθέσει ο Jesper Kid και η Sarah Schachner που είναι βετεράνοι της σειράς με τη βοήθεια του Einar Selvik, γνωστό για τη δουλειά του στη σειρά Vikings. Το αποτέλεσμα προκαλεί ποικίλα συναισθήματα, άλλοτε καλά και άλλοτε όχι. Αναμφίβολα, η προσέγγιση του soundtrack συγκρίνεται άμεσα με το αντίστοιχο του Witcher 3, με σημεία τα οποία να ταυτίζονται σε έναν βαθμό επικίνδυνο. Τα τραγούδια που ακούγονται στην βάρκα μας, γίνονται πλέον υπό τη συνοδεία μουσικών οργάνων, αλλά είναι τέτοια η δομή τους, που αν και ωραία, δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική περίοδο. Δυστυχώς, το Valhalla είχε να συναγωνιστεί μια από τις καλύτερες ηχητικές ενδύσεις που έχουν γίνει σε παιχνίδι, αυτή του Odyssey και δεν τα καταφέρνει, καθώς υπολείπεται, τόσο σε “ψυχή”, όσο και σε “διάβασμα”, σε σχέση με τον προκάτοχο του. Το να πούμε ότι δεν είναι καλό, αποτελεί αδικία. Πιο σωστό είναι ότι δεν ανταποκρίνεται στα υψηλά δεδομένα της σειράς. Επίσης, η πρόχειρη μίξη του ηχητικού τομέα, δεν αναδεικνύει κανένα κομμάτι, με τον ήχο να μπαίνει και να κόβεται απότομα, επηρεάζοντας αρνητικά τις στιγμές κατά τις οποίες το παιχνίδι κορυφώνεται στην ιστορία. Ουκ ολίγες φορές είχα ένα κομμάτι να κάνει λούπα τα δέκα πρώτα του δευτερόλεπτα, ή τη μουσική της πολιορκίας να συνεχίζεται, ενώ βρισκόμουν στην αποικία μου.
Παρόλα αυτά, ο τεχνικός τομέας δεν αποτελεί παρά ένα περιτύλιγμα, που παρά τις ατέλειες του μπορεί να κρύβει από πίσω μια ομορφιά μηχανισμών, αλληλένδετων μεταξύ τους, που να ιντριγκάρουν τον παίχτη και να αναβαθμίζουν την εμπειρία. Αυτό συμβαίνει με το Valhalla, που σε gameplay καταφέρνει και γίνεται ο συνδετικός κρίκος όλων των παιχνιδιών της σειράς. Οι αλλαγές είναι πολλές και όλες προς το καλύτερο. Ξεκινώντας, το παιχνίδι βάζει ένα τέλος στα ανούσια αντικείμενα και στο grind για την ανάπτυξη του χαρακτήρα. Πλέον, κάθε αντικείμενο είναι μοναδικό στον κόσμο και κάθε κομμάτι πανοπλίας που βρίσκουμε, αποτελεί μέρος ενός υπάρχοντος σετ. Ο εξοπλισμός μας αναβαθμίζεται από εμάς σε ποιότητα, αλλάζοντας την εμφάνιση του και τα στατιστικά του. Ξεκίνησα με την αρχική πανοπλία, για να τελειώσω το παιχνίδι σε 60+ ώρες, έχοντας την σε θρυλικό επίπεδο. Η απόκτηση επιπέδων έχει αλλάξει και αυτή, με κάθε level που αποκτούμε να μας δίνει 2 skill points, ή power όπως τα αποκαλεί το παιχνίδι. Αυτό που έχει σημασία είναι το συνολικό power και το παιχνίδι μας κατευθύνει σε αυτό μέσα από την ιστορία. Ποτέ δεν αναγκάστηκα να αφήσω την βασική ιστορία γιατί υπολειπόμουν σε power και αυτό είναι σημαντικό. Ο χαρακτήρας μας μπορεί να ακολουθήσει μεταξύ τριών μονοπατιών εξέλιξης (stealth, range, melee) και οι ικανότητες βρίσκονται πλέον στον κόσμο να τις ανακαλύψουμε.
Μιλώντας για την Αγγλία, το παιχνίδι άλλαξε και τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζονται τα συμβάντα στον χάρτη. Πλέον κάθε περιοχή έχει τρία είδη collectibles. Τα χρυσά, οι θησαυροί, που αποτελούν υλικά αναβάθμισης, ή εξοπλισμό, τα μπλε που ονομάζονται μυστήρια και είναι κυρίως σύντομα και διασκεδαστικά side quest, τελείως διαφορετικά το ένα από το άλλο και τα λευκά, που ονομάζονται artifact και είναι αντικείμενα σχετικά με τον κόσμο. Αυτή η κατάταξη μας βοηθά στο να επιλέξουμε να κάνουμε αυτά, που ανά πάσα στιγμή έχουμε ανάγκη, γλιτώνοντας τις άσκοπες περιπλανήσεις. Στις δευτερεύουσες αποστολές έχουν προστεθεί, ένα παιχνίδι με ζάρια, το Orlog και η μάχη με στιχομυθίες, ίσως ένα από τα καλύτερα στοιχεία ρόλων του παιχνιδιού. Στις δεύτερες, κάθε νίκη μας αυξάνει την πειθώ μας, δίνοντας μας επιπλέον επιλογές στους διαλόγους. Το γεγονός ότι η εξερεύνηση παύει να είναι άσκοπη και βοηθά την εξέλιξη μας, με έμμεσο ή με άμεσο τρόπο, αναβαθμίζει τον τίτλο σε σχέση με άλλα παιχνίδια ανοιχτού κόσμου.
Στο επίκεντρο όλων όμως, βρίσκεται η βάση μας, η αλλιώς το Ravensthorpe. Η αποικία μας αναβαθμίζεται οργανικά κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και είναι στις ανάγκες του παίχτη, του ποια κτήρια θα κατασκευάσει πρώτα. Αυτά, μας ανοίγουν νέα quest-lines, ή μας επιτρέπουν να αναβαθμίζουμε τον εξοπλισμό μας και να δημιουργούμε materials. H εξέλιξη της βάσης μας γίνεται με υλικά, τα οποία αποκτούμε κάνοντας εφόδους σε παραθαλάσσια μοναστήρια και οικισμούς με τη βάρκα μας. Αυτό δημιουργεί μια λούπα κατά την οποία πάμε στον στόχο μας κάνοντας raid, μένουμε σε μια περιοχή για την ιστορία της και επιστρέφουμε πίσω στην πόλη μας με τα λάφυρα μας και την αναβαθμίζουμε. Δεν γίνεται κουραστική και κάθε κομμάτι της δεν καταπατά το άλλο.
Η αναβάθμιση της αποικίας μας όμως δεν είναι ο μόνος στόχος. Όλα είναι μπλεγμένα στο νήμα μιας ιστορίας αλληλένδετης, της οποίας τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Όπως και στο Odyssey, τα κύρια quest είναι τρία: Η κατάκτηση της Αγγλίας, η εξάλειψη όλων του Ancient Order και ένα τρίτο το οποίο δεν θα αποκαλύψω για λόγους spoiler. Ο πρόλογος, που καταλήγει σε αυτά τα τρία μονοπάτια και εξελίσσεται στην Νορβηγία είναι μακροσκελής κι ενώ παρουσιάζει καλά τις δευτερεύουσες ασχολίες, δεν κάνει καλή δουλειά όσον αφορά το γράψιμο. Το τοπίο της Νορβηγίας είναι μουντό, άδειο και παρακαλάμε φύγουμε. Ο ρυθμός ανεβαίνει σθεναρά κατά την άφιξη μας στην Αγγλία. Εκεί, η ομορφιά του τοπίου και της ιστορίας είναι απαράμιλλα. Κάθε περιοχή που θέλουμε να φέρουμε υπό τη συμμαχία μας αποτελεί κι ένα arc, μια ιστορία δηλαδή με αρχή, μέση και τέλος, που κάτι προσδίδει στο σύνολο. Είναι πανέμορφες, με χαρακτήρες που σφύζουν από ενδιαφέρον και καταστάσεις που καλούμαστε να επιλύσουμε. Οι επιλογές μας είναι πολλές και όλες έχουν αντίκτυπο. Ένα από αυτά τα arc μάλιστα εξυψώνει τον τίτλο απέναντι σε άλλα παιχνίδια και αποτελεί έναν σπουδαίο φόρο τιμής στο Uncharted 2. Το Valhalla κερδίζει τις εντυπώσεις όσο βρίσκεται καθηλωμένο στο έδαφος και ασχολείται με τους χαρακτήρες του. Οι ιστορίες του ξεκινάνε ταπεινά και καταλήγουν σε επικές αναμετρήσεις. Sic Parvis Magna δηλαδή.
Δυστυχώς, η συνολική εικόνα καταρρέει από το στοιχείο επιστημονικής φαντασίας που διέπει τη σειρά, προσφέροντας ένα τέλος, τόσο αλλοπρόσαλλο και ανεγκέφαλο, το οποίο καταλήγει εκεί απροειδοποίητα, χωρίς τη συμμετοχή του παίχτη. Αποτελεί ένα υπερφίαλο κατασκεύασμα, λες και το σενάριο γράφτηκε από δύο άτομα. Ένα, το οποίο δίνει τη δύναμη στους χαρακτήρες και στον παίχτη, που από μικρά ξεκινήματα, κάνουν μεγάλα πράγματα και ένα δεύτερο, το οποίο ζει στη σκιά της ανατροπής του Assassin’s Creed II και προσπαθεί να δημιουργήσει επικές σκηνές, χωρίς να ενδιαφέρεται για τους χαρακτήρες του.
Στη περίπτωση της εξάλειψης του Ancient Order, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα με μια ιστορία που θέλει να αλλάξει το μέλλον όλης της Αγγλίας. Το stealth στοιχείο έχει τον κυρίαρχο ρόλο και θα χαρούμε να σας πούμε, ότι πλέον το assassinate σκοτώνει με τη μια τον αντίπαλο (είτε μέσω quick time event, ή με επιλογή στο μενού). H ανεύρεση στοιχείων για την αποκάλυψη των μελών της σέκτας γίνεται πιο ομαλά από τα προηγούμενα παιχνίδια και όπως σε εκείνα, μπορούμε να σκοτώσουμε κάποιο από αυτά ακόμα και κατά λάθος, καθότι προϋπάρχουν στον κόσμο. Οι μισθοφόροι του Odyssey ξανακάνουν πλέον την εμφάνιση τους, ως σωματοφύλακες κάποιων μελών του Order αυτή τη φορά. Σκοτώνοντας κάποιον από αυτούς, μας οδηγεί ένα βήμα πριν την αποκάλυψη του στόχου μας. Προσοχή στην φωτεινότητα στην οποία έχετε το παιχνίδι όμως! Αν αυτή είναι υψηλή, τότε φανερώνει τη σκιερή φιγούρα των μελών στο μενού, μαθαίνοντας ποιοι είναι αυτοί, πριν την ώρα τους. H ιστορία αποτελεί ένα φόρο τιμής, του ρόλου των μηχανισμών της θρησκείας στην υποταγή των μαζών.
Εν κατακλείδι, το Valhalla αποτελεί την χρυσή τομή των Assassin’s Creed. Οι μηχανισμοί του λειτουργούν καλύτερα από ποτέ και ο χάρτης του αποτελεί έναυσμα για το πως να κάνεις ένα παιχνίδι ανοιχτού κόσμου στη νέα γενιά. Παρόλα αυτά, είναι μη αναγκαία μεγάλο σε μέγεθος -πάνω από 60 ώρες- και η γραφή δύο ταχυτήτων που έχει, δεν αφήνει το παιχνίδι να πάρει τις πολυπόθητες ανάσες που χρειάζεται. Αν ήταν μικρότερο και πιο επικεντρωμένο στα σημεία που κερδίζει τον παίχτη, θα μιλούσαμε για το magnus opus της σειράς. H Ubisoft πρέπει να σταματήσει να προσπαθεί να αναπαράγει την επιτυχία του Assassin’s Creed II και να αφήσει τη σειρά να ανασάνει, εκμεταλλευόμενη τις δυνάμεις της. Τα ταξίδια σε κόσμους μακρινούς και χαμένους και την αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους του χτες. Μέχρι τότε, απολαύστε υπεύθυνα.
Review Update: Στο PS4, ο τίτλος παίζει στα 30FPS, 1080p με dynamic resolution, χαμηλό σε αρκετά σημεία τα οποία είχαν μεγάλη κινητικότητα. Στο PS5 και με την ενημέρωση 1.0.4 ο τίτλος έχει δύο λειτουργίες για τα γραφικά του. Performance, 60FPS 4K, με dynamic resolution και Quality, 30FPS 4Κ, χωρίς dynamic resolution.