Κάθε φορά που ακούω το όνομα της Insomniac, σκέφτομαι παράλληλα κι ένα κομμάτι από τον δίσκο “Now What?” τον Deep Purple. Το κομμάτι λέγεται Vincent Price και από εκεί καταλαβαίνουμε ότι το μπερδεύω με τον Ted Price, ιδρυτή του στούντιο. Αν και το στιλ της Insomniac Games ταιριάζει αναλογικά πάντα, μουσικά σε μπάντες όπως οι “The Police”, δεν μπορώ παρά να μην το αντιστοιχώ σε κομμάτια όπως το “Ηighway Star” και το “Perfect Strangers”. Αυτή είναι η δυναμική που μου βγάζει η ίδια και σε συνδυασμό με της πειραματικές περιόδους της, μου δίνει την εντύπωση μιας μπάντας που έχει μόνο ανοδική πορεία. Όχι, σήμερα δεν κάνουμε μαθήματα μουσικής ιστορίας, ούτε προσπαθούμε να σας μπερδέψουμε. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να σας πάρουμε παρέα σε ένα classic/funk rock ταξίδι που θα μας πει την ιστορία της εταιρείας με το μοβ δρακάκι. Την ιστορία της Insomniac Games!
Ο Τed Price από 9 χρονών ήταν αποφασισμένος να δουλέψει στη βιομηχανία του gaming. To έτος τότε ήταν 1977 και το Atari 2600 μόλις είχε κυκλοφορήσει. Θα περίμενε κανείς, ότι αυτή η επιθυμία θα έκανε τον κύκλο της, όμως το 1994 στις 28 Φεβρουαρίου παρέα με τον συμφοιτητή του και πλέον πτυχιούχο στον προγραμματισμό, Alex Hastings, το όνειρο έγινε πραγματικότητα! Το όνομα; Xtreme Software (ελάχιστα hard rock) και λίγους μήνες μετά ο αδερφός του Alex, Brian Hastings, έρχεται να συμπληρώσει το πακέτο. Δυστυχώς, όπως έτυχε και με ένα άλλο γνωστό στούντιο, το όνομα ήταν πιασμένο, οπότε το 1995 έπρεπε τα παιδιά να επιλέξουν ένα άλλο. Ας δούμε κάποια από τα πιθανά ονόματα:
“The Resistance Incorporated” (κάτι σε industrial rock)
“Ragnarok” (Νορβηγικό black metal χωρίς αμφιβολία)
“Black Sun Software” (περνώντας από τη φάση Deaftones)
“Ice Nine” (χιπ χοπ summer vibes)
“Moon Turtle” (πειραματικό jazz από τη Σουηδία)
Μέχρι ωσότου τους ήρθε!
“Έβγαζε επιτέλους νόημα!”
Δήλωσε ο Ted Price για εκείνη την περίοδο. Το όνομα; Το γνωστό σε όλους μας “Insomniac Games”. Funk, δεν νομίζετε;
Αμέσως αμέσως λοιπόν, το στούντιο ξεκινά το πρώτο τους παιχνίδι. Εμπνευσμένοι από τον χαμό που κάνει το Doom, καθώς ήταν ένας τίτλος σταθμός στην ιστορία του μέσου, αποφασίζουν να φτιάξουν κάτι παρόμοιο. Η πλατφόρμα της επιλογής τους θα είναι το γνωστό και μη εξαιρετέο 3DO. Η κονσόλα που δεν στέριωσε ποτέ. Τα dev kit ήταν όμως ακριβά και η Insomniac έχοντας ένα demo έτοιμο, έψαχνε publisher. Το demo αυτό το είδε ο Mark Cerny και τους πρότεινε να δουλέψουν στην Universal Interactive Studios. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Η εκδότρια έπεισε την ομάδα μας να προγραμματίσει τον πρώτο τους τίτλο στη νέα κονσόλα της Sony, το PlayStation, με την δικαιολογία ότι θα κάλυπταν πιο εύκολα τα έξοδα παραγωγής.
Εγένετο λοιπόν, το Dirsuptor.
Disruptor – 1996 – Universal Interactive Studios
“Το καλύτερο παιχνίδι που δεν έπαιξε κανείς!”
Ήταν τα διάσημα λόγια του Ted Price και παραλίγο τα τελευταία του, καθώς ο τίτλος πάτωσε παρά τις καλές κριτικές που πήρε. Το έπαιξε όμως o άνθρωπος που έπρεπε να το παίξει, ο John Romero -δημιουργός του Doom- και του άρεσε αρκετά τονίζοντας την εξαιρετική δουλειά στο level design και τον γρήγορο ρυθμό δράσης του παιχνιδιού. Η έλλειψη διαφήμισης έβλαψε τον τίτλο και η Insomniac Games βρέθηκε ένα σκαλοπάτι πριν το κλείσιμο, με την Universal να αποφασίζει να της δώσει άλλη μια ευκαιρία σαν μια δεύτερη EMI. Αυτή τη φορά έπρεπε να κάνουν κάτι πολύ καλό. Μην αφήνοντας το πεσμένο ηθικό να τους επηρεάσει, ξεκίνησαν την επόμενη ιδέα τους!
Μπραβο παιδια. Σπουδαια δουλεια να μαθαινουν οι νεοι να θυμουνται οι παλιοι